Ο Γιώργος Μπουζιάνης σπούδασε στο Μόναχο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί, όπου το έργο του αναγνωρίστηκε. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά του Εξπρεσιονισμού, αλλά το έργο του συνδέεται περισσότερο με ανεξάρτητους Εξπρεσιονιστές όπως ο Αυστριακός Κοκόσκα, ή ο Γάλλος Σουτίν. Μολονότι ζωγράφισε και άλλα θέματα όπως νεκρές φύσεις και τοπία, στα έργα του δεσπόζει η ανθρώπινη μορφή. Με έντονες εκφραστικές παραμορφώσεις και με μια γραφή που μοιάζει με παλίμψηστο, ο ζωγράφος καταφέρνει να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία, την ανθρώπινη μοίρα την τελεσίδικη φθορά και τον θάνατο. Οι μορφές του σχεδιάζονται με πλατειές πινελιές που χωνεύουν μέσα σ’ ένα κυκεώνα από χρώματα. Η όσμωση φόρμας και χώρου είναι τόσο έντονη που η μορφή μοιάζει να γεννιέται από μια επώδυνη χρωματική γέενα, από μια αναταραχή που προδίδει έντονο ψυχισμό και συγκινησιακή φόρτιση. Ο Μπουζιάνης χρησιμοποιεί πολύ σπάνιες και εντελώς δικές του χρωματικές αρμονίες. Το ύφος του προαγγέλλει ζωγράφους της αμερικανικής σχολής του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού όπως ο Ντε Κούνιγκ.

Ο πίνακας αυτός και ο «Άρειος Πάγος» του Περικλή Πανταζή φιλοτεχνήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1880, και επειδή οι δημιουργοί τους ήταν φίλοι, ίσως ζωγραφίστηκαν παράλληλα, όπως το συνήθιζαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι. Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τους δύο πίνακες, για να διαπιστώσουμε πώς δύο ζωγράφοι που προέρχονταν από διαφορετικές σχολές, από το Μόναχο ο Λεμπέσης, από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες ο Πανταζής, αποδίδουν τον ιστορικό βράχο του Αρείου Πάγου μια καλοκαιρινή μέρα. Ας δούμε πρώτα τα κοινά στοιχεία: και οι δύο πίνακες έχουν την ίδια κυρίαρχη χρωματική τονικότητα που στηρίζεται στο διάλογο ανάμεσα στις χρυσοκίτρινες ώχρες του βράχου και στο γκριζογάλαζο του ουρανού. Οι σκιές και στους δύο πίνακες είναι μοβ. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ζωγράφοι γνωρίζουν την ιμπρεσιονιστική «συνταγή». Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά; Στη «γραφή», στην πινελιά και στην απόδοση του όγκου των πραγμάτων. Η γραφή του Λεμπέση είναι προσεκτική, σχεδιάζει και αποδίδει κάθε λεπτομέρεια του θέματος. Ο βράχος, πάλι, διατηρεί όλη τη στερεότητά του, είναι συμπαγής. Ας δούμε τώρα πώς αποδίδει ο Πανταζής, ως πιο γνήσιος ιμπρεσιονιστής, το θέμα του. Η τεχνική του είναι τελείως διαφορετική. Εδώ βλέπουμε τις ελεύθερες πινελιές που «κτίζουν» τη φόρμα. Ο βράχος δεν περισφίγγεται από ένα κλειστό περίγραμμα, αλλά είναι μια ανοικτή φόρμα. Προσέξτε επίσης τον ουρανό και τα σύννεφα που είναι ζωγραφισμένα με πολύ γρήγορες και ελεύθερες πινελιές. Βέβαια, στο ξηρό φως της Αττικής οι μορφές διατηρούν το σχήμα τους και σχεδιάζονται με ευκρίνεια. Έτσι, δεν ξέρει κανείς ποιος πίνακας αποδίδει πιο πιστά την πραγματικότητα.