Ο Γιάννης Σπυρόπουλος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα. Το τρίπτυχο Ε΄ είναι μια σύνθεση μνημειακών διαστάσεων, που αντιπροσωπεύει την τελευταία και πιο ώριμη περίοδο της αφηρημένης ζωγραφικής του Γιάννη Σπυρόπουλου. Είναι η ζωγραφική όπου επικρατεί το μαύρο φόντο. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε η ζωγραφική με τα «φωτερά σκοτάδια».Από το σκοτεινό φόντο του πίνακα αναδύονται φωτεινά συμβάντα όπου κυριαρχούν τα λευκά, τα φαιά ή τα έντονα χρώματα. Είναι σαν μαρτυρίες ζωής που πέρασε αφήνοντας πάνω στον καμβά τα ίχνη της. Αυτά τα «λείψανα» θυμίζουν άλλοτε υφάσματα, άλλοτε μυστηριώδη σύμβολα ή αποσπάσματα από γραφές. Ο ζωγράφος δουλεύει την επιφάνεια σαν παλίμψηστο με αλληλοεπικαλύψεις και αναδύσεις που εντείνουν την υποβλητική μαγεία της. Όλη αυτή η «ποιητική», δηλαδή η ζωγραφική διαδικασία, υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Παρόλο που ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί συχνά το κολλάζ ή τα ξυσίματα και την αφαίρεση του χρώματος, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει σαν αχειροποίητο. Η οργάνωση της σύνθεσης, όπου κυριαρχούν οι κάθετοι άξονες με ελαφρές αποκλίσεις, είναι κλασική. Οι λευκές ευθείες γραμμές που έχουν χαραχτεί με τον κανόνα, υπογραμμίζουν τις δυο διαστάσεις του πίνακα αναιρώντας την αίσθηση του βάθους που υποβάλλουν τα διάφορα επεισόδια. Η επιβεβαίωση των δυο διαστάσεων του πίνακα αποτέλεσε μια σταθερή αναζήτηση της μοντέρνας τέχνης.

Ο γοητευτικός αυτός πίνακας, ζωγραφισμένος με τη γνωστή μετακυβιστική τεχνοτροπία του Γκίκα, μας εισάγει στον κόσμο του καλλιτέχνη, στο εργαστήριό του. Αν προσέξουμε, θα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε μέσα σε αυτό το πυκνοδομημένο παζλ πολλά έπιπλα και αντικείμενα που μοιάζουν να χάνονται μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων. Δεν δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε το πτυσσόμενο τραπεζάκι με τα πινέλα και τα άλλα σύνεργα της ζωγραφικής, τα καβαλέτα με τους χαρακτηριστικούς πίνακες ακουμπισμένους επάνω, την ψάθινη καρέκλα και την πολυθρόνα, ένα σκαμνί, όπου ξετυλίγεται ένα ειλητάριο σαν κινέζικη ζωγραφιά, ενώ στο βάθος ανοίγονται οξυκόρυφα παράθυρα. Δεν υπάρχει πουθενά κενό. Όλη η επιφάνεια είναι πυκνοϋφασμένη σαν τοιχοτάπητας. Κάθε «ψηφίδα» αυτού του χρωματικού παζλ δεν ζωγραφίζεται με ενιαίο πλακάτο χρώμα, αλλά πλάθεται με το σεζανικό σύστημα, δηλαδή με διαρκώς εναλλασσόμενους μετατονισμούς. Παρόλα αυτά, κάθε επιφάνεια έχει μια χρωματική δεσπόζουσα. Κυριαρχούν τα μαβιά, τα γαλάζια, τα πράσινα. Σε αυτή τη σειρά με τα “Εργαστήρια”, ο Γκίκας εμπνέεται από μια ανάλογη ομάδα έργων που είχε φιλοτεχνήσει ο Πικάσο λίγα χρόνια πριν, όταν είχε αγοράσει τη Βίλα Καλιφόρνια στις Κάννες. Ονομάζονται και αυτοί οι πίνακες “Εργαστήρια”.

Ο Ελληνοαμερικανός Θεόδωρος Στάμος υπήρξε ένα από τα πιο διακεκριμένα και δραστήρια μέλη της ομάδας των καλλιτεχνών που δημιούργησαν τη Σχολή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού της Νέας Υόρκης. Ακολούθησε ανάλογη πορεία με τα άλλα μέλη της ομάδας ξεκινώντας από συνθέσεις με βιόμορφα στοιχεία, όπως αυτή που σχολιάζουμε, για να καταλήξει στα μεγάλα μονοχρωματικά πεδία. Μια απροσδιόριστη βιόμορφη φόρμα που παραπέμπει σε θαλάσσια όντα αιωρείται σ’ ένα χώρο που μοιάζει με βυθό. Με ελαφρές διακυμάνσεις του τόνου και του χρώματος, περνώντας από τα ψυχρά στα θερμά, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να εμψυχώσει ζωγραφικά την επιφάνεια του πίνακα.