“Το ψάθινο καπέλο” είναι από τα πιο εντυπωσιακά και τα πιο τολμηρά έργα του πρώιμου ελληνικού Μοντερνισμού. Πριν ακόμη το αναλύσουμε, η πρώτη εντύπωση που μας δίνει είναι ότι βυθιζόμαστε σε ένα νησιώτικο τοπίο μια καλοκαιρινή μέρα με μεγάλη ζέστη. Τα φλογισμένα κίτρινα από τα ξερά χόρτα, που σμίγουν με την κίτρινη ψάθα του ηλιοκαμένου κοριτσιού –γιατί κορίτσι είναι– συνομιλούν με τα γαλάζια και τα ιώδη, που μεταναστεύουν από το πουκάμισο της νεαρής κοπέλας στον ασπρισμένο αυλόγυρο και στα χαμηλά νησιώτικα σπίτια, που κλείνουν τη σύνθεση προς τα πάνω. Κυριαρχούν λοιπόν δύο συμπληρωματικά χρώματα, διαβαθμισμένα όμως σε διάφορους τόνους και απλωμένα στη σύνθεση παρατακτικά: όλα τα γκριζογάλαζα ψυχρά στο κάτω μέρος, όλα τα πορτοκαλοκίτρινα θερμά προς τα πάνω.
Ο ζωγράφος φορτώνει το πινέλο με μπόλικο χρώμα και «χτίζει» τη σύνθεσή του με πλατιές πινελιές. Είναι σαν να παρακολουθούμε τον ίδιο τον γρήγορο και σίγουρο ρυθμό και τη φορά της χειρονομίας του καλλιτέχνη. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια εξπρεσιονιστική χειρονομιακή γραφή. Μόνο που ο Νικόλαος Λύτρας μεταδίδει ένα αίσθημα γαλήνης και όχι αγωνίας, όπως συμβαίνει με τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους. Αυτό το έργο, με τον κλειστό ορίζοντα και την ανοδική σύνθεση, με τα ζωηρά φλεγόμενα από τον ήλιο χρώματα, μπορεί να θεωρηθεί ως ιδεόγραμμα του ελληνικού καλοκαιριού σε ένα ελληνικό νησί στο Αιγαίο. Ίσως πρόκειται εδώ για την Τήνο, από όπου καταγόταν ο ζωγράφος.

Ο Παναγιώτης Τέτσης, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στο Παρίσι στη δεκαετία του ’50, όταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική είχαν επιβληθεί τα ανεικονικά ρεύματα της αφαίρεσης, στάθηκε πιστός στην παραστατική ζωγραφική. Η τεχνική, η γραφή του, χειρονομιακή, ελεύθερη, αλλά πάντα δομική, καθώς και το χρώμα του μαρτυρούν ότι δεν έμεινε αδιάφορος στις εξελίξεις της μοντέρνας τέχνης, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τη ζωγραφική του βλέμματος: μια ζωγραφική που ξεκινούσε πάντα από το οπτικό ερέθισμα. Τοπίο, φυσικό και αστικό, εικόνες, πορτραίτα, νεκρές φύσεις είναι τα συνηθισμένα θέματα του ζωγράφου. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν στη θεματική του η αγαπημένη του πατρίδα Ύδρα και η Σίφνος όπου περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές του, καθώς και το αθηναϊκό αστικό τοπίο. Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική. Αναζητεί το ζωγραφικό ισοδύναμο του πραγματικού και το αποδίδει με δυνατά χρώματα που τον αναδεικνύουν σε έναν από τους πιο τολμηρούς κολορίστες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Αυτό δεν είναι αυτονόητο στην ελληνική ύπαιθρο όπου ο δυνατός ήλιος αδυνατίζει όλους τους τόνους. Ο Τέτσης κατάφερε να ξαναδώσει στα ελληνικά του ύπαιθρα τη δύναμη του χρώματος που είχε γνωρίσει η γηγενής τοπιογραφία μόνο στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Οι μπλε καρέκλες ΙΙ, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της απαράμιλλης δύναμης του Τέτση να αποδίδει την ένταση του ελληνικού φωτός, ακόμη και χρησιμοποιώντας μόνο ψυχρά χρώματα όπως το μπλε και το πράσινο. Το κίτρινο φλιτζάνι, ο μόνος θερμός τόνος στον πίνακα, συνομιλεί με τα συμπληρωματικά μπλε-μωβ και εμψυχώνει ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια.