Οι νεκρές φύσεις με θηράματα αποτελούσαν εξίσου αγαπητό είδος σ’ όλη την Ευρώπη. Τα θέματα αυτά απεικονίζονταν συνήθως σε εσωτερικά, πάνω σε τραπέζια, ή σε εξωτερικούς χώρους, ως τρόπαια της κυνηγετικής δραστηριότητας. Πολλές φορές, όπως στα Θηράματα της Εθνικής Πινακοθήκης, τα «λάφυρα» φυλάσσονται από κυνηγόσκυλα. Το έργο, το οποίο χαρακτηρίζεται από δεξιοτεχνία ως προς την απεικόνιση της νεκρής φύσης και των σκύλων, αλλά και από μια λιγότερο προσεγμένη τεχνική ως προς την απόδοση του βάθους, αποδόθηκε στο γάλλο ζωγράφο Φρανσουά Ντεπόρτ (Francois Desportes, 1661 – 1743). Η αναλυτική μελέτη, όμως, τόσο του μουσαμά όσο και των χρωμάτων, που έγιναν από το Εργαστήριο Φυσικοχημικών Ερευνών της Εθνικής Πινακοθήκης, χρονολογεί το έργο στις αρχές του 19ου αιώνα.

Το Δοχείο με άνθη του 1810, του Γιόχαν-Μπάπτιστ Ντρέξλερ ακολουθεί τα πρότυπα των γνωστών ζωγράφων των Κάτω Χωρών του ύστερου Μπαρόκ, όπως του Γιάν βαν Χουίσουμ (1682 – 1749), τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή κατά τον 18ο αιώνα. Η χρωματική κλίμακα του έργου στις αποχρώσεις του μπλε και του ροζ με τόνους καφέ, που αποκαλύφθηκε μετά τη συντήρησή του από το εργαστήριο της Εθνικής Πινακοθήκης, φανερώνει επιδράσεις του Ροκοκό.

Ο Ντρέχσλερ, όπως ο πατέρας του, εργάστηκε κατ’ αρχάς ως ζωγράφος λουλουδιών σε εργοστάσιο βιεννέζικης πορσελάνης. Από 1787, ως καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Βιέννη (και από το 1807 διευθυντής της), υπήρξε ο πρώτος που δίδαξε τη τέχνη της απεικόνισης των λουλουδιών στην Αυστρία. Τα περισσότερα έργα του παριστάνουν ένα συμπαγές μπουκέτο λουλουδιών μέσα σε ανθοδοχείο με πεταλούδες να πετάνε γύρω του, ενώ πάνω στο τραπέζι στο οποίο είναι τοποθετημένη η σύνθεση βρίσκονται πεσμένα και άλλα λουλούδια μαζί με φρούτα ή, όπως στο έργο της Πινακοθήκης, μια μικρή φωλιά μ’ ένα πουλί. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις νεκρές φύσεις των Κάτω Χωρών, οι οποίες εμπεριείχαν θρησκευτικές και αλληγορικές αναφορές, οι νεκρές φύσεις του Ντρέχσλερ χαρακτηρίζονται από διακοσμητικό χαρακτήρα.