Ο Βίλεμ φον Μίερις (Willem van Mieris, 1662-1747), γιος του ζωγράφου Φρανς φον Μίερες (Frans van Mieris I, 1635-1682), ασχολήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση της ολλανδικής ζωγραφικής, με θέματα της καθημερινής ζωής, εσωτερικά, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Στην “Κυρία με τον παπαγάλο”, δωρεά της Αικατερίνης Ροδοκανάκη το 1904, με λεπτεπίλεπτη πινελιά απεικονίζει τις μορφές και τα γύρω αντικείμενα, ενώ περιγράφει με μεγάλη σχολαστικότητα τον περιβάλλοντα χώρο δίνοντας έμφαση σε διακοσμητικά στοιχεία, όπως χαλιά, ανάγλυφα και νεκρές φύσεις, καθώς και στην υφή των υλικών.

Μέσα στο κλίμα του Ροκοκό, κατά το πρότυπο των «υπαίθριων γιορτών» του Βαττώ (Jean Antoine Watteau, 1684-1721) στις οποίες εύθυμες συντροφιές διασκεδάζουν ανέμελα στην εξοχή ερωτοτροπώντας κινείται και ο Υπαίθριος χορός του 1738 φιλοτεχνημένος από τον Φραζ-Κριστόφ Γιάννεκ (Franz-Christoph Janneck, Γκρατς 1703 – Βιέννη 1761), κύριο εκπρόσωπο του είδους στην Αυστρία.

Το έργο αγοράστηκε από την Εθνική Πινακοθήκη το 1967 με χρήματα του κληροδοτήματος Αλεξάνδρου Σούτσου.

Στους κήπους ενός εξοχικού αρχοντικού ή ανακτόρου πλήθος αριστοκρατών παρευρίσκονται σε μια υπαίθρια γιορτή. Στο μέσο του έργου ένα ζευγάρι, προφανώς οι οικοδεσπότες, ανοίγει το χορό, ενώ γύρω τους γυναίκες και άντρες ντυμένοι με κομψά ρούχα εξοχής συνομιλούν, φλερτάρουν, κάνουν βόλτες. Τα λαμπερά χρώματα που χρησιμοποιεί ο Γιάννεκ γίνονται πιο έντονα πάνω στο χάλκινο υπόστρωμα, το οποίο, όπως και στον πίνακα της Πινακοθήκης, χρησιμοποιεί συνήθως για τις συνθέσεις του.

Η εορτή των Επιφανίων της Εθνικής Πινακοθήκης προέρχεται από τη Δωρεά του Πανεπιστημίου στο Πολυτεχνείο. Πρόκειται για αντίγραφο, πιθανώς, του εργαστηρίου του Γιόρντανς από το αντίστοιχο έργο που, σήμερα, εκτίθεται στην Πινακοθήκη Κάσσελ (Gemaldegalerie Alte Meister (Kassel).

Ο Γιόρντανς, μαθητής του Άνταμ φαν Νόορτ (Adam Van Noort, 1561/62-1641), παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου του Catarina, που, όπως φαίνεται, υπήρξε και το αγαπημένο του μοντέλο. Δέχτηκε πολλές προσωπικές παραγγελίες, ενώ είχε στενή συνεργασία με τον πεθερό του και τον Ρούμπενς (Peter Paul Rubens, 1577-1640). Όπως και ο πεθερός του, ο Γιόρντανς διατηρούσε ένα μεγάλο εργαστήριο για την διεκπεραίωση των παραγγελιών που δεχόταν, απέκτησε μεγάλη περιουσία και μια αξιόλογη προσωπική συλλογή έργων τέχνης.Πέθανε κατά τη διάρκεια επιδημίας χολέρας που έπληξε την Αμβέρσα το 1678.

Ζωγράφος ιστορικών, μυθολογικών, αλληγορικών, θρησκευτικών και ηθογραφικών σκηνών, ακουαρελίστας και χαράκτης υπήρξε, μαζί με τον βαν Ντάικ (Anthony van Dyck, 1599-1641) και τον Ρούμπενς, ένας από τους μεγαλύτερους Φλαμανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα.

Το θέμα της σύνθεσης αναφέρεται σ’ ένα λαϊκό έθιμο της Φλάνδρας σχετικά με τη γιορτή των Επιφανίων: κατά τη διάρκεια ενός πολύωρου εορταστικού γεύματος και οινοποσίας παρουσιάζεται ένα γλύκισμα, μέσα στο οποίο είχε ψηθεί ένα φασόλι. Όποιος το έβρισκε γινόταν ο βασιλιάς της γιορτής, φορούσε στέμμα και διάλεγε τη βασίλισσα που θα καθόταν πλάι του. Στις έξι εκδοχές του θέματος που ζωγράφισε ο Γιόρντανς, ο βασιλιάς απεικονίζεται την ώρα που σηκώνει το ποτήρι για να πιει, ενώ η ομήγυρη φωνάζει «Ο βασιλιάς πίνει». Ως βασιλιά απεικονίζει τον γηραιότερο άνδρα της παρέας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μοντέλα για τους λαϊκούς τύπους υπήρξαν συγγενικά του πρόσωπα, όπως η γυναίκα του, η κόρη του, ο πεθερός του, τα παιδιά του, οι φίλοι του.

Η παλαιότερη εκδοχή – που υπήρξε και το πρότυπο του έργου της Εθνικής Πινακοθήκης – είναι αυτή της Πινακοθήκης του Κάσσελ, η οποία δημιουργήθηκε σε τέσσερις φάσεις. Στην αρχή, γύρω στο 1635, περιορίστηκε στην ομάδα γύρω από τον παίχτη του φλάουτου και την ηλικιωμένη γυναίκα δεξιά. Σε δεύτερο χρόνο προστέθηκε ο νέος τραγουδιστής αριστερά, ενώ αργότερα και μια ολόσωμη αντρική μορφή. Γύρω στο 1636/37 η κόρη του Ελίζαμπεθ χρησίμευσε ως μοντέλο για την νέα γυναίκα στο κέντρο. Τη δεκαετία του 1650 προστέθηκε το τελευταίο τμήμα, που μετέτρεπε το έργο σε μια γιορτή οινοποσίας με τα ευτράπελα αποτελέσματα που ακολουθούν.

Το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης αντιγράφει τη σκηνή μέχρι την τρίτη φάση, όπου απεικονίζεται μια εύθυμη, κοινωνική συναναστροφή, στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να φιλοτεχνήθηκε μετά το 1637 και πριν την τελική εκδοχή.