Οι “Δύο φίλες” ανήκουν στους πίνακες που εμπνέονται από την παράδοση του Φαγιούμ, τα πορτρέτα της Αναγέννησης και τα αντίστοιχα έργα του Αντρέ Ντεραίν. Εκφράζει με απόλυτο τρόπο το κλασικό πνεύμα της τέχνης του Μόραλη. Σε επιμέρους λεπτομέρειες προϋποθέτει το δίδαγμα του Κυβισμού. Οι δύο φίλες είναι νεαρές γλύπτριες: η Μπούμπα Λυμπεράκη, που έμελλε να γίνει η δεύτερη γυναίκα του Μόραλη, και η Ναταλία Μελά (με το κόκκινο φόρεμα). Ο ζωγράφος τις έχει τοποθετήσει μετωπικά σε έναν αβαθή χώρο, που περικλείεται από παραπέτασμα. Η στάση, το βλέμμα, που μαγνητίζει το θεατή, ο χρόνος που μοιάζει σταματημένος, ακόμη και ο τρόπος που έχουν ζωγραφιστεί οι μορφές, υποβάλλουν την αίσθηση της αιωνιότητας, προνόμιο των κλασικών έργων.
Το φόντο του πίνακα είναι πρασινωπό και αυτό κάνει το κόκκινο φόρεμα –το συμπληρωματικό δηλαδή του πράσινου– να ακτινοβολεί. Το μαύρο σακάκι της Λυμπεράκη, η άσπρη μπλούζα, το γκρίζο ριγωτό πουκάμισο της άλλης κοπέλας συμπληρώνουν την αυστηρή αρμονία της σύνθεσης και δίνουν ακόμη μεγαλύτερη λάμψη στο μοναδικό έντονο χρώμα, το κόκκινο.

Ο πίνακας απεικονίζει έναν ήρεμο κάμπο με πράσινα λιβάδια και κίτρινες καλαμιές (δηλαδή θερισμένα χωράφια), που εκτείνονται ως τους χαμηλούς λόφους στο βάθος. Οριζόντιες σειρές από πανύψηλες λεύκες και κυπαρίσσια πολλαπλασιάζουν την αίσθηση της απεραντοσύνης του τοπίου. Στο πρώτο επίπεδο ο ζωγράφος έχει απεικονίσει τα ερείπια –το άνδηρο δηλαδή με τις βάσεις των κιόνων– του ξακουστού αρχαϊκού ναού του Θέρμου. Αυτό το πρώτο επίπεδο λειτουργεί όπως τα παραπετάσματα που βάζουν οι σκηνογράφοι στο πρώτο επίπεδο στο θέατρο. Ο Μαλέας δουλεύει με πιο πυκνό, πιο παστόζικο χρώμα από ό,τι ο Παρθένης. Ωστόσο και οι δύο αναιρούν την εντύπωση του βάθους. Με ποιον τρόπο; Διατηρώντας την ένταση του χρώματος ακόμη και στα πιο μακρινά επίπεδα. Έτσι η εικόνα κρατιέται στην επιφάνεια του καμβά. Προσέξτε τα χρώματα: Για να δώσει την αίσθηση του δροσερού κάμπου, ο ζωγράφος δίνει έμφαση στα πράσινα, που συνομιλούν με τις κιτρινωπές ώχρες και τα καστανά των οργωμένων αγρών και των λόφων. Ο Μαλέας αγαπά τους καμπυλόγραμμους ρυθμούς, τους οποίους έχει διδαχτεί από τους συμβολιστές και από την Αρ Νουβώ*, δηλαδή από το ύφος που επικρατούσε στην Ευρώπη γύρω στα 1900.