Ο Νικόλαος Λύτρας, ζωγραφίζοντας τη σύζυγό του, κατάφερε να φιλοτεχνήσει ένα από τα ωραιότερα πορτρέτα της μοντέρνας τέχνης. Και είναι ένα αριστούργημα, γιατί ο καλλιτέχνης μπόρεσε να συνδυάσει δύο αντινομικά στοιχεία: να κάνει ένα ψυχογράφημα αυτής της όμορφης θεληματικής γυναίκας, με το έντονο βλέμμα και τη χαρακτηριστική χειρονομία, και παράλληλα να δημιουργήσει έναν πολύ μοντέρνο πίνακα. Το πρόσωπο έχει πλαστεί με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ το μαύρο φόρεμα ζωγραφίστηκε με πλατιές παστόζικες πινελιές που δίνουν την αίσθηση του όγκου με την ίδια τη φορά τους, χωρίς διαβαθμίσεις του τόνου.

Ο Συμεών Σαββίδης ήταν γνήσιος Ανατολίτης, αφού είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Έτσι περιγράφει με αυθεντικό τρόπο το άναμμα του τσιμπουκιού, σαν μια τελετουργία. Η σκηνή ξετυλίγεται σε ένα χαρακτηριστικό εσωτερικό ενός πλούσιου παλατιού. Ο γέροντας με το σαρίκι και το πλούσιο καφτάνι περιμένει υπομονετικά το άναμμα του τσιμπουκιού, με το οποίο ασχολείται ο δούλος του με τα εξωτικά μογγολικά χαρακτηριστικά και τα πολύχρωμα μπαλωμένα ρούχα. Η φλόγα από το μαγκάλι και η αντανάκλαση από το κάρβουνο που φυσά ο υπηρέτης φωτίζουν το πρόσωπό του. Πρόκειται για ένα θέμα αγαπητό στους ζωγράφους από την Αρχαιότητα. Οι σκούροι καστανοί και κοκκινωποί τόνοι κυριαρχούν στη σκηνή, που αποπνέει σιωπή και αυτοσυγκέντρωση.

Ο Συμεών Σαββίδης είναι ο πιο αυθεντικός ιμπρεσιονιστής της Σχολής του Μονάχου και ίσως ο μόνος που αφομοίωσε πλήρως τη θεωρία του φωτός και του χρώματος αυτής της Σχολής· αυτό, διότι ο ίδιος έκανε έρευνες και μελέτησε τη φυσιολογία του φωτός, την ανάλυσή του στα χρώματα του φάσματος, και τη συνάρτηση φωτός-χρώματος μέσα στη φύση, ανάλογα με τις μεταβολές της ατμόσφαιρας. Μπροστά στον Κινέζικο Πύργο στο πάρκο του Μονάχου μια χαρούμενη συντροφιά από λευκοντυμένα παιδιά ξεφαντώνουν στριφογυρίζοντας γύρω από μια όμορφη κοπέλα με ομπρελίνο. Στο δεύτερο επίπεδο μυρμηγκιάζει ένα πολύχρωμο πλήθος. Ο ζωγράφος θέλησε να μας δώσει μια στιγμιαία «αρπαγή», ένα στιγμιότυπο, από έναν κυριακάτικο περίπατο στον κήπο του Μονάχου. Αισθανόμαστε το φως που πέφτει πάνω στα λευκά και τα πολύχρωμα φορέματα και τα ζωντανεύει. «Λιμνούλες» φωτός πέφτουν και πάνω στη χλόη. Τα λευκά αποδίδονται με ελαφρούς συμπληρωματικούς τόνους από γαλάζια και ώχρες, ενώ μόνο όπου πέφτει το φως, το λευκό είναι πράγματι ανόθευτο. Ο ίδιος έγραφε: «Εάν το άσπρο φουστάνι στη σκιά το έβρισκε ξαφνικά μια ηλιαχτίδα, τι θα συνέβαινε; Τότε, αυτό θα ήταν το πιο ανοιχτό σημείο όλου του συμβάντος στο έργο».