Μία από τις πρωϊμότερες συνθέσεις του Γύζη με συμβολικό θέμα, “Η τέχνη και τα πνεύματά της” έχει ως κεντρική μορφή μια όμορφη φτερωτή κοπέλα, έναν άγγελο που παίζει βιολί· ίσως γιατί ο Γύζης θεωρούσε τη μουσική ως ανώτερη μορφή τέχνης. Οι άλλες τέχνες ενσαρκώνονται από τα μικρά ερωτόπουλα, που σαν σμάρι την περιβάλλουν, παίζοντας με τα σύνεργα των διαφόρων τεχνών. Κυρίαρχο ρόλο στη σύνθεση κατέχει η πορφυρή φούστα της κεντρικής μορφής, που ξεχύνεται σαν ποτάμι προς τα κάτω. Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι η σύνθεση έχει οργανωθεί πάνω σε μια διαγώνιο, που ορίζεται από την κίνηση των μικρών αγγέλων, καθώς και από δύο τόξα. Το ένα στην επάνω δεξιά γωνία και το άλλο στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Η διαγώνιος διάταξη ανήκει στη μορφολογία του Μπαρόκ και χαρίζει μεγάλο δυναμισμό στη σύνθεση. Κυριαρχούν οι θερμοί καστανοκόκκινοι τόνοι, το μαύρο και το λευκό.

Με αρκετή ελευθερία και ζωγραφική ευαισθησία έχει ζωγραφιστεί από τον Γύζη το διάφανο βάζο με τις παιώνιες, τα τριαντάφυλλα, τα γαρύφαλλα και το λεπτόμισχο ζουμπούλι. Με μεγάλη αβρότητα αποδόθηκαν οι λεπτές διαβαθμίσεις του ροζ και κυρίως το παιχνίδι του φωτός που κάνει να λάμπουν κάποια από τα λουλουδάκια του ζουμπουλιού. Τα ζωηρά χρώματα των λουλουδιών προβάλλονται πάνω στο σκοτεινό καστανό φόντο.

Προς το τέλος της ζωής ο Γύζης ζωγραφίζει μερικές υπέροχες νεκρές φύσεις, σαν ανάπαυλα από τη ζωγραφική των μεγάλων θεμάτων. Στο “Επιτραπέζιο” ένας οβάλ ασημένιος δίσκος που αντανακλά ένα σκοτεινό φως, τρία καλοψημένα ψωμιά και δύο γλυκά βρίσκονται ακουμπισμένα πάνω σε ένα κοκκινωπό τραπεζομάντιλο. Ευκαιρία για τον λαμπρό ζωγράφο να επιδείξει τη δεξιοτεχνία του στην απόδοση της υφής των πραγμάτων και στη λιτή χρωματική σύνθεση, όπου κυριαρχούν οι σκούροι τόνοι, το κόκκινο και το χρυσαφί του ψωμιού.

Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, που καταγόταν από τις χαμένες πατρίδες της Μικράς Ασίας, ωριμάζει και διαμορφώνεται καλλιτεχνικά στη δεκαετία του ’30. Το πρώιμο έργο του συνδυάζει, όπως και του Τσαρούχη, το δίδαγμα της παράδοσης, και ιδιαίτερα της λαϊκής τέχνης, με τις πλαστικές αρχές του μοντερνισμού. Το έργο με θέμα ένα νέο που σχεδιάζει καθισμένος στο πάτωμα, εκφράζει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το προσωπικό του ύφος. Το πολύ δυνατό και αποφασιστικό σχέδιο με τα τονισμένα περιγράμματα παραπέμπει τόσο στον Ματίς, όσο και στον Πικάσο. Ο Διαμαντόπουλος, αντίθετα από τον Τσαρούχη, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον όγκο του σώματος, που υποδηλώνεται μόνο με τη βοήθεια του σχεδίου και των ισχυρών προοπτικών συνιζήσεων, αφού το χρώμα είναι επίπεδο, όπως το απαιτούσε η μοντέρνα τέχνη. Το ροζ της σάρκας, το μαύρο, το λευκό, το κόκκινο, το πορτοκαλί και ελάχιστο συμπληρωματικό μπλε συνθέτουν τη λιτή χρωματική συμφωνία αυτού του δυνατού έργου.

Ο Αγήνωρ Αστεριάδης ανήκει στους επιγόνους της Γενιάς του Τριάντα. Στους καλλιτέχνες που υιοθέτησαν την ιδεολογική άποψη ότι για τη δημιουργία μιας γνήσιας ελληνικής τέχνης πρέπει να συνδυάσουν το μάθημα της παράδοσης με τα διδάγματα της μοντέρνας τέχνης. Στην περίπτωση του Αστεριάδη, η παράδοση ταυτίζεται με τη βυζαντινή τέχνη, την οποία είχε μελετήσει αφού υπήρξε και αγιογράφος αλλά και τη λαϊκή ζωγραφική στην οποία είχε αφιερώσει και βιβλία.
Η μνημειακή του σύνθεση Πειραιάς είναι πολύ χαρακτηριστικό έργο επηρεασμένο από τη διακοσμητική λαϊκή ζωγραφική. Η χαρτογραφική ανάπτυξη του χώρου καταργεί την προοπτική και την τρίτη διάσταση. Το θέμα αναπτύσσεται κατακόρυφα με τα τρία λιμάνια του Πειραιά, να ξετυλίγονται ανοδικά από το Μικρολίμανο και τη Ζέα ως το μεγάλο κύριο εμπορικό λιμάνι. Τα σπίτια απεικονίζονται μετωπικά. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης σχηματοποιούνται και γίνονται διακοσμητικά στολίδια. Το βαθύ μπλε της θάλασσας συνομιλεί ζωηρά με τις ώχρες της γης, ενώ τα λευκά των σπιτιών προσθέτουν τον χαρούμενο τόνο τους στην σύνθεση, που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο μελωδικό ρυθμό.
Ανάλογες συνθέσεις και χρωματικές συμφωνίες συναντούμε στην Εικονογραφία του Αγώνα του Μακρυγιάννη, του Παναγιώτη και Δημητρίου Ζωγράφου.

Ο Αλέκος Κοντόπουλος υπήρξε από τους πρωτοπόρους της αφαιρετικής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 είχε αρχίσει να οργανώνει τα παραστατικά ακόμη στοιχεία της σύνθεσής του με γεωμετρικό τρόπο υπό την επίδραση του Κυβισμού και της γεωμετρικής αφαίρεσης. Χαρακτηριστικό αυτής της πρώτης περιόδου είναι η συμπαράθεση αφαιρετικών και παραστατικών στοιχείων στη σύνθεση. Στον πίνακα “Σύνθεση-Image” η αφαίρεση έχει ολοκληρωθεί. Δυο μάζες χρώματος, η μια σκοτεινή και η άλλη κόκκινη «συγκρούονται» σ’ ένα πεδίο που καλύπτεται από τόνους ώχρας και σιένας. Φωτεινές αστραπές διατρέχουν τον χώρο ενώ δυναμικές τροχιές του πινέλου εισάγουν τον δικό τους ρυθμό σ’ αυτή τη σύνθεση που θυμίζει το γαλλικό ρεύμα της Informel, της Άμορφης Τέχνης που κυριαρχούσε την ίδια εποχή στη Γαλλία, όπου ο Κοντόπουλος έζησε πολλά χρόνια.