Πιο πολύ με όραμα που αναδύεται μέσα από μιαν ανάμνηση μοιάζει αυτή η γνώριμη, ψαράδικη καλύβα ακουμπισμένη σε ένα ήσυχο ακρογιάλι. Μια πορτοκαλοκόκκινη τέντα ρίχνει τη γαλάζια σκιά της πάνω στην ασβεστωμένη πρόσοψη. Μια γυναικεία μορφή ενσωματώνεται μέσα στη σκιά, έτσι που μόλις διακρίνεται. Μια ανοικτή πόρτα επιτρέπει στο ζωγράφο να προσθέσει στη σύνθεσή του μαύρο χρώμα, το οποίο δίνει ένταση και ζωντάνια στα άλλα χρώματα: στο λευκό του τοίχου, στην ώχρα της άμμου, στο κόκκινο της τέντας, στο βαθυγάλαζο του καλοκαιρινού ουρανού και της σκιάς. Ο γνώριμος διάλογος ψυχρών και θερμών χρωμάτων, που είναι και συμπληρωματικά μαζί, πρωταγωνιστεί και εδώ. Και τώρα προσέξτε τα σχήματα: πόσο είναι ρευστά, κυματιστά. Πουθενά δεν υπάρχει μια στέρεη, μια ευθεία γραμμή, ένα άκαμπτο σχήμα. Όλα μοιάζουν να ταλαντεύονται, να αναπνέουν. Είναι σαν να βλέπουμε ένα τοπίο σε αντικατοπτρισμό, με τα μάτια της ψυχής και της νοσταλγίας.

Ο Ιωάννης Αλταμούρας, αφού τελείωσε το Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη της Δανίας με την ενθάρρυνση του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Παρόλο που πέθανε πολύ νέος, μόλις 26 χρονών, πρόλαβε να ζωγραφίσει μερικούς πίνακες που μπορούν να θεωρηθούν ως γνήσια προϊμπρεσιονιστικά έργα. Ένας από τους πίνακες αυτούς είναι και το “Λιμάνι της Κοπεγχάγης” που ζωγραφίστηκε το 1874, τη χρονιά δηλαδή που οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι οργάνωσαν την πρώτη τους ομαδική έκθεση στο Παρίσι. Στον πίνακα αυτό η παραλία της Κοπεγχάγης, με τα αχνογραμμένα κτήρια, τους πύργους, τις καμινάδες που καπνίζουν και τα μεγάλα αγκυροβολημένα καράβια, σχηματίζει μια οριζόντια σκοτεινή γραμμή που μοιράζει τη ζωγραφική επιφάνεια στα δύο. Το ένα τρίτο καταλαμβάνει η θάλασσα, όπου λάμνει μια σκοτεινή βάρκα, και τα δύο τρίτα τα καταλαμβάνει ένας ουρανός με σύννεφα που βρίσκονται σε μεγάλη κινητικότητα. Νερά και ουρανός είναι πρωταγωνιστές της εικόνας. Στην πραγματικότητα αυτό που πρωταγωνιστεί εδώ είναι ο χρόνος που τρέχει και αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη τα φαινόμενα του κόσμου. Για να συλλάβει αυτά τα φευγαλέα φαινόμενα ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μια γρήγορη πινελιά που καταγράφει τις αλλαγές των χρωμάτων και τους ιριδισμούς τους πάνω στα κύματα. Προσέξτε πόσα χρώματα έχουν τα σύννεφα στον ουρανό και προσπαθήστε να ανακαλύψετε τις αντίστοιχες αντανακλάσεις τους πάνω στη θάλασσα. Κυριαρχούν τα συμπληρωματικά ζεύγη μπλε-γκρι, πορτοκαλιά-ώχρες και ιώδη.

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης είναι ο πιο σημαντικός Έλληνας θαλασσογράφος του 19ου αιώνα. Ζωγράφισε κυρίως τοπία σε παραλίες, πλοιογραφίες, ψαράδικες βάρκες, καθώς και ιστορικά θέματα με ναυμαχίες. Το έργο αυτό έχει ένα διαφορετικό θέμα. Έχουμε μια σκηνή τσίρκου, από αυτές που οργανώνονταν και οργανώνονται ακόμη και σήμερα στο Μόναχο τον Οκτώβριο (στο Oktoberfest). Από τις κατάμεστες από κόσμο κερκίδες ενός αυτοσχέδιου θεάτρου οι θεατές παρακολουθούν τα «ακροβατικά» που εκτελούν δύο ελέφαντες σε μια κυκλική εξέδρα, υπό τις εντολές ενός θηριοδαμαστή. Οι θεατές, που κάθονται στο πρώτο επίπεδο, ντυμένοι με πολύχρωμα ρούχα εποχής και καπέλα, προβάλλονται σαν σκοτεινές σκιές, ενώ πίσω τους το αριστερό τμήμα του αμφιθεάτρου φωτίζεται έντονα και κάνει το πολύχρωμο πλήθος να λάμπει με ποικίλα χρώματα. Η δεξιά πλευρά, που βρίσκεται στη σκιά, έχει σκοτεινούς τόνους. Το έργο έχει ζωγραφιστεί με ελεύθερες πινελιές καθαρού χρώματος, που αποδεικνύουν ότι ο Βολανάκης γνώριζε ήδη τις ιμπρεσιονιστικές έρευνες των γάλλων ζωγράφων. Πράγματι το 1869 το κίνημα του Υπαιθρισμού και του Ιμπρεσιονισμού είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστό στο Μόναχο. Ανάλογους πίνακες με πλήθη είχαν ζωγραφίσει ο Μανέ και ο Ρενουάρ στο Παρίσι.

Στο οικογενειακό αυτό πορτρέτο κρύβεται μια αλληγορία. Ο ζωγράφος ζούσε στη Φλωρεντία, όπου ήταν ακόμη ζωντανός ο απόηχος μιας φιλολογικής συζήτησης γύρω από το θέμα της ισοτιμίας των Καλών και Ελευθέρων Τεχνών: Ήταν οι Καλές Τέχνες (η ζωγραφική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική) ισότιμες με τις ευγενείς Ελεύθερες Τέχνες; Ο ζωγράφος δίνει την απάντησή του με αυτό τον πίνακα, βάζοντας να συγκατοικήσουν οι Καλές με τις Ελεύθερες Τέχνες. Ο ίδιος ο ζωγράφος είναι το σύμβολο της τέχνης της ζωγραφικής, ο τρούλος της καθεδρικής της Φλωρεντίας, που βλέπουμε να ζωγραφίζει πάνω στον πίνακα, παραπέμπει στην αρχιτεκτονική, ενώ βεβαίως θυμίζει και τον τόπο που κατοικούσε ο ζωγράφος. Η προτομή μιας αρχαίας Μούσας που βλέπουμε αριστερά εκφράζει τη γλυπτική. Οι τρεις αυτές καλές τέχνες συνυπάρχουν με την ποίηση (τη συμβολίζει το μικρό βιβλίο που κρατάει η πεθερά του ζωγράφου Ευφημία Καμπάνη), ενώ η γυναίκα του Ζωή Καμπάνη σημειώνει νότες, παραπέμποντας στη μουσική. Η σύνθεση, πολύ καλά οργανωμένη, εμπνέεται από αναγεννησιακά πρότυπα. Η Ζωή Καμπάνη είναι βαριά άρρωστη από φυματίωση και έμελλε σε λίγο να πεθάνει.

Ο Κριεζής, γόνος γνωστής οικογένειας Υδραίων ναυτικών, σπούδασε στο Παρίσι ζωγραφική και χαρακτική. Στην τέχνη του αναμιγνύει, όπως και ο Πίτζε, στοιχεία λαϊκότροπα με στοιχεία ακαδημαϊκά. Αντίθετα όμως από τον Πίτζε, χρησιμοποιεί το καφετί χρώμα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και πλάθει τον όγκο με το σκιοφωτισμό.

Ο “Ψαριανός καπετάνιος” ποζάρει καμαρωτός μετωπικά, κοιτάζει το θεατή και κρατάει στα δάχτυλά του ένα αναμμένο τσιγάρο. Φοράει δε την παραδοσιακή νησιώτικη φορεσιά του. Από το ανοιχτό παράθυρο διακρίνουμε ένα ιστιοφόρο πλησίστιο. Το εμβληματικό αυτό στοιχείο παραπέμπει στην ασχολία του εικονιζομένου, που ήταν καπετάνιος.

Τα “Αρραβωνιάσματα των παιδιών” είναι ένα έργο που ζωγραφίστηκε σε δύο παραλλαγές και απέσπασε πολλές διακρίσεις, απεικονίζει δε ένα έθιμο από τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Οι γονείς αρραβώνιαζαν τα παιδιά από μικρά, ίσως για να τα προστατέψουν από το παιδομάζωμα. Στο εσωτερικό ενός χωριάτικου σπιτιού, που έχει ζωγραφιστεί με μεγάλη μαεστρία, ξετυλίγεται η χαρούμενη σκηνή σε ημικυκλική διάταξη. Στο κέντρο της σκηνής ο ιερέας έχει ήδη περάσει το δαχτυλίδι στο ξαφνιασμένο αγοράκι, ενώ το κοριτσάκι χαμηλοκοιτάζει ντροπαλό στο κάλεσμα του γέροντα να του φορέσει τον αρραβώνα. Οι γονείς και οι συγγενείς συμμετέχουν με χαρούμενη διάθεση στη σκηνή. Ένας όρθιος φουστανελοφόρος δεξιά κρατάει το δοχείο του κρασιού, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια νεροκολοκύθα, και είναι έτοιμος να επισφραγίσει με οινοποσία το γεγονός. Δεξιά ο ζωγράφος έχει τοποθετήσει ένα σωρό από σκεύη και πολύτιμα υφάσματα, που του δίνουν την ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του στο πλούσιο χρώμα και στην απόδοση της υφής των πραγμάτων, από τα γυαλιστερά χαλκώματα ως τα μετάξια. Κυριαρχούν οι θερμοί κοκκινόχρυσοι τόνοι και τα λευκά.

Το έργο ζωγραφίστηκε μετά το ταξίδι-προσκύνημα που πραγματοποίησε ο Γύζης στην Ελλάδα και την Ανατολή το 1872/3 με το φίλο, συμπατριώτη και δάσκαλό του Νικηφόρο Λύτρα. Εδώ αποτυπώνονται οι εντυπώσεις από τον πολύχρωμο κόσμο της Ανατολής, από τις πλούσιες φορεσιές και τα έθιμα του ελληνικού λαού.