Η Φρόσω Ευθυμιάδη σπούδασε κεραμοπλαστική στη Βιέννη και για ένα μεγάλο διάστημα δημιουργούσε αποκλειστικά ρεαλιστικά έργα σε τερακότα. Από το 1955 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου και τα έργα της έγιναν πολύ αφαιρετικά, η φυσική φόρμα όμως παρέμεινε πάντα αναγνωρίσιμη.

Η γυναικεία μορφή ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία πλήθους μικρών ή μεγάλων συνθέσεων. Άλλοτε στατικές και άλλοτε σε κίνηση, αποτυπώνουν την προσωπική ματιά της γλύπτριας για την αρμονική απόδοση της γυναικείας χάρης. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 άρχισε να χρησιμοποιεί σφυρηλατημένες και συγκολλημένες βέργες μετάλλου, που αφήνουν μεταξύ τους κενά και επιτρέπουν στο χώρο να εισχωρήσει στο έργο και να γίνει δυναμικό στοιχείο της σύνθεσης. Με την τεχνική αυτή δημιούργησε ορισμένα από τα πιο αξιόλογα έργα της, όπως η «Νύμφη». Πρόκειται για συνθέσεις σχεδόν εντελώς αφηρημένες, στις οποίες η στατικότητα και η μετωπικότητα των παλαιότερων έργων δίνει τη θέση της στην έντονη κίνηση, περιστροφική και ανελικτική ή ορμητική προς τα εμπρός.

Ο Λεωνίδας Δρόσης ανήκει στην πρώτη γενιά των νεοελλήνων γλυπτών που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμορφώθηκαν στο πνεύμα του κλασικισμού που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν και με ταξίδια στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Δρέσδη, τη Βιέννη και τη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο, αναδείχθηκε στο σημαντικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού κλασικισμού.

Η μικρή γύψινη «Πηνελόπη» πλάστηκε το 1864 στη Ρώμη και είναι ένα πρώιμο πρόπλασμα για το μεγάλων διαστάσεων έργο που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Παρουσιάζει μικρές διαφορές από την τελική εκδοχή σε μάρμαρο, όπως η πλάτη του θρόνου, το υφασμένο πέπλο που κρατά η Πηνελόπη στο δεξί χέρι αντί για το κουβάρι και η έκφραση του προσώπου της, που προδίδει βαθιά θλίψη, αντίθετα με την καρτερικότητα της μορφής στο μάρμαρο. Η απόδοση είναι επηρεασμένη από το αρχαιοελληνικό φειδιακό πρότυπο της «Αφροδίτης», που επαναλαμβάνεται στην «Αγριππίνα» του 4ου μ.Χ. αιώνα στο μουσείο του Καπιτωλίου και τη μητέρα του Ναπολέοντα «Λετίτσια Ραμολίνο Μποναπάρτε» (1804-1807) του Αντόνιο Κανόβα.

Το μικρό αυτό πρόπλασμα, μαζί με το μεταγενέστερο του μαρμάρινου γλυπτού, είχε εκτεθεί στα Ολύμπια του 1870, όπου τιμήθηκε με το χρυσό νομισματόσημο.

Ο Λεωνίδας Δρόσης ανήκει στην πρώτη γενιά των νεοελλήνων γλυπτών που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμορφώθηκαν στο πνεύμα του κλασικισμού που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν και με ταξίδια στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Δρέσδη, τη Βιέννη και τη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο, αναδείχθηκε στο σημαντικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού κλασικισμού.

Η μεγάλη μαρμάρινη «Πηνελόπη» προέρχεται από τον κύκλο των μυθολογικών του συνθέσεων. Το τελικό πρόπλασμα έγινε πιθανότατα στη Ρώμη το 1867 και την ίδια χρονιά εκτέθηκε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, όπου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Το 1870 παρουσιάστηκε στην έκθεση των Ολυμπίων, μαζί με το πρώτο μικρό πρόπλασμα του 1864, και τιμήθηκε με το χρυσό νομισματόσημο. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ διέθεσε τότε 30.000 δρχ. για τη μεταφορά του σε μάρμαρο και τοποθετήθηκε στη χρυσή σκάλα των ανακτόρων.

Εμφανώς επηρεασμένη από το αρχαιοελληνικό φειδιακό πρότυπο της «Αφροδίτης», που συνεχίζεται με την «Αγριππίνα» του 4ου μ.Χ. αιώνα στο μουσείο του Καπιτωλίου και τη μητέρα του Ναπολέοντα «Λετίτσια Ραμολίνο Μποναπάρτε» του Αντόνιο Κανόβα, η «Πηνελόπη» παριστάνεται καθισμένη σε θρόνο με περίτεχνη διακόσμηση, κρατώντας το κουβάρι και το αδράχτι, και απλώνει τα σταυρωμένα πόδια σε διακοσμημένο υποπόδιο. Η στάση του σώματος, η ελαφρά κλίση του κεφαλιού και η μελαγχολική έκφραση με το απλανές βλέμμα δείχνουν την κούραση, την εγκατάλειψη, αλλά και την καρτερία της γυναίκας που περιμένει χρόνια το σύντροφό της. Το έργο έτσι συνδέεται με τη ρομαντική έκφανση του ευρωπαϊκού κλασικισμού, που δίνει έμφαση στο συναίσθημα έναντι της λογικής και αποτυπώνει υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις. Επιπλέον, παρά τα κλασικιστικά χαρακτηριστικά στη γενική απόδοση του θέματος, η αποτύπωση των ανθρώπινων αυτών συναισθημάτων απομακρύνει την «Πηνελόπη» από τα αρχαία πρότυπα.

Ο Λουκάς Δούκας έζησε σε μια μεταβατική περίοδο της νεοελληνικής γλυπτικής από τον νεοκλασικισμό στον ρεαλισμό. Μαθητής του Θωμά Θωμόπουλου στο Σχολείο των Τεχνών, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι σε μια εποχή που επικρατούσε, μεταξύ άλλων, το ύφος του Ροντέν και των διαδόχων του. Ο Δούκας πρέπει να είχε γνωρίσει το έργο του γάλλου καλλιτέχνη μέσω του Θωμά Θωμόπουλου, μεγάλου θαυμαστή του Ροντέν, και εμπνεύστηκε από το το ύφος του πριν ακόμη πάει στο Παρίσι.

Στο κεφάλι του “Κάιν, του οποίου το γύψινο πρόπλασμα έγινε στο Παρίσι το 1922, το ίδιο το θέμα επιβάλλει μια δραματοποιημένη απόδοση, που παραπέμπει στη γλυπτική του Ροντέν, καθώς τα βίαια ψυχικά συναισθήματα παραμορφώνουν τη φυσιογνωμία και αποτυπώνονται με έντονα εξπρεσιονιστικό πλάσιμο.

Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.

Η «Κλαίουσα» ήταν μέρος της πολυπρόσωπης σύνθεσης «Οι νικημένοι της ζωής», ενός «συμβολικού μνημείου» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος, που θα αποτελείτο από εννέα παραστάσεις και θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα, αλλά και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής. Ο συμπαγής κλειστός όγκος της γυμνής γυναίκας, που κάθεται κουλουριασμένη, με το κεφάλι κρυμμένο στα χέρια της και τα μακριά μαλλιά ριγμένα μπροστά, αποτυπώνει με απόλυτη πειστικότητα τον πόνο, την απελπισία και την εσωτερική συντριβή. Η στάση της βασίζεται στο πρότυπο παλαιότερων ανάλογων συνθέσεων, ενώ στο πλάσιμο, με τις μαλακές και ρευστές καμπύλες, είναι εμφανέστερη η επίδραση του Ροντέν.

Η καθιστή γυναικεία μορφή αποτελεί το βασικό θέμα στη γλυπτική του Γιώργου Γεωργιάδη. Μετά από μια περίοδο ενασχόλησης με θέματα της καθημερινής ζωής αποδοσμένα χωρίς τονισμό των λεπτομερειών, υιοθετεί ένα εξπρεσιονιστικό ύφος με έντονες παραμορφώσεις, που θα χαρακτηρίσει κατεξοχήν το έργο του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κεντρικό θέμα γίνεται μια εύσαρκη ακρωτηριασμένη γυναικεία μορφή, με φαρδιά λεκάνη, χοντρά και σκασμένα πόδια χωρίς πέλματα, τυλιγμένη ασφυκτικά με ένα κομμάτι ύφασμα και το στήθος γυμνό. Μεμονωμένη ή μη, επαναλαμβάνεται σε διάφορες στάσεις και μετατρέπεται σε σύμβολο και μέσο έκφρασης κριτικής ή διαμαρτυρίας σε επίκαιρες κοινωνικές ή πολιτικές καταστάσεις. Στη σειρά «Επινίκιο», η γυναικεία αυτή μορφή επαναλαμβάνεται σε στάσεις δοξαστικές, που δηλώνονται με τα υψωμένα χέρια, το λαούτο και το ντέφι και έρχεται σαν αντίλογος για να εκφράσει μια αισιόδοξη διάθεση και να δώσει ένα μήνυμα ελπίδας.