Πατέρας του Νικηφόρου Λύτρα, ο Χατζηαντώνης Λύτρας ήταν ένας λαϊκός μαρμαρογλύπτης.

Στην παράσταση του αναγλύφου εικονίζεται μια σκηνή από την καθημερινή ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ο ανεμόμυλος καταλαμβάνει το κέντρο σχεδόν της παράστασης και πλαισιώνεται από ένα σχηματικά δοσμένο φοίνικα και μια νεαρή νησιώτισσα, που πλησιάζει στα σκαλιά φορτωμένη το σακί με το σιτάρι. Τα λαϊκά στοιχεία δηλώνονται με την επίπεδη, χωρίς προοπτική απόδοση, την έλλειψη αναλογιών και την απόδοση του προσώπου της γυναίκας σε τρία τέταρτα και του σώματος σε κατατομή, όπως στη λαϊκή ζωγραφική. Ένας σταυρός επάνω, στο κέντρο του μαρμάρινου πλαισίου, συμβολίζει τη θεϊκή βοήθεια.

Το έργο, άμεσο, απλό και αυθόρμητο, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής μαρμαροτεχνίας, λίγο πριν την εμφάνιση της επίσημης γλυπτικής στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του, αντιπροσωπευτική της εποχής και του κλίματος που επικρατούσε μετά την Ελληνική Επανάσταση, με κυρίαρχη την ανάγκη απομνημόνευσης των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων και προσώπων, περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα.

Η προτομή του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, από τις σχετικά πρώιμες προτομές που φιλοτέχνησε, συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση των ενδυμάτων με τις νεοκλασικές αναφορές στη γενειάδα και την ιδεαλιστική αντίληψη στην απόδοση της μορφής, που δηλώνεται από την απουσία της κόρης και της ίριδας.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.

Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».

Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.

Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».

Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του, αντιπροσωπευτική της εποχής και του κλίματος που επικρατούσε μετά την Ελληνική Επανάσταση, με κυρίαρχη την ανάγκη απομνημόνευσης των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων και προσώπων, περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα.

Η προτομή του βασιλιά Γεωργίου Α΄ συνδυάζει τα ρεαλιστικά στοιχεία στην απόδοση της στολής με τα παράσημα με τις νεοκλασικές αναφορές στην έκφραση του προσώπου, που δηλώνεται ιδιαίτερα από το απλανές, εξιδανικευμένο βλέμμα.

Η προτομή της Μαρίας Φιλήμονος διατηρεί βασικά κλασικιστικά χαρακτηριστικά, όπως το απλανές, εξιδανικευμένο βλέμμα, συγχρόνως όμως τονίζει τη γυναικεία χάρη και κομψότητα. Με το μαλακό πλάσιμο του προσώπου, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού, την αμυδρή σύσπαση των χειλιών, την πλαστικότητα των ώμων και του στέρνου και την επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών στην κόμμωση και το φόρεμα η τυπική και άψυχη απόδοση που διακρίνει συνήθως τις συνθέσεις αυτού του τύπου αποφεύγεται. Έργο που δούλεψαν από κοινού ο Γεώργιος και ο Λάζαρος Φυτάλης, το 1859 παρουσιάστηκε σε γύψο στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα και το 1862 σε μάρμαρο στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου.

Ο Μιχάλης Λεκάκης ήταν γιος ελλήνων μεταναστών. Γεννήθηκε και έζησε στη Νέα Υόρκη, διατήρησε όμως στενούς δεσμούς με την ελληνική κοινότητα.
Η καλλιτεχνική του κλίση εκδηλώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’20, δεν έκανε όμως επίσημες σπουδές. Μετά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να δουλεύει αποκλειστικά με ξύλο: δρυ, φτελιά, πεύκο, τριανταφυλλιά, κερασιά, μαόνι. Στον κήπο του εργαστηρίου του στο Long Island κλάδευε και διαμόρφωνε τα δέντρα σε σχήματα που αργότερα μετέτρεπε σε έργα. Έτσι, μέσω της λάξευσης, συνδύαζε το τυχαίο με την καλλιτεχνική διαίσθηση και με τη διαδικασία της αφαίρεσης. Οι συνθέσεις του έχουν τίτλους άλλοτε δανεισμένους από την ελληνική κλασική παράδοση και άλλοτε με συμβολικό περιεχόμενο, πάντα όμως ελληνικούς. Η ανάδειξη των συνθέσεών του ολοκληρώνεται με τη βάση. Φτιαγμένη συχνά από διαφορετικό είδος ξύλου, είναι και η ίδια ένα γλυπτό.

Η ιδιαίτερη σχέση του Λεκάκη με το υλικό του φτάνει στο αποκορύφωμά της στην “Αποθέωση”. Πάνω σε ένα κορμό από πεύκο στηρίζεται ένα ακανόνιστα κομμένο κομμάτι από φτελιά. Τρεις δρυς τοποθετημένες ανάποδα, με τις ρίζες μπλεγμένες ψηλά, σχηματίζουν τρεις επιβλητικές, ακίνητες μορφές – δέντρα, χάριτες ή χορευτές – που υψώνουν τα χέρια σε κάποιου είδους τελετουργικό ή εκστατικό χορό.

Ο Μιχάλης Λεκάκης ήταν γιος ελλήνων μεταναστών. Γεννήθηκε και έζησε στη Νέα Υόρκη, διατήρησε όμως στενούς δεσμούς με την ελληνική κοινότητα.
Η καλλιτεχνική του κλίση εκδηλώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’20, δεν έκανε όμως επίσημες σπουδές. Μετά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να δουλεύει αποκλειστικά με ξύλο: δρυ, φτελιά, πεύκο, τριανταφυλλιά, κερασιά, μαόνι. Στον κήπο του εργαστηρίου του στο Long Island κλάδευε και διαμόρφωνε τα δέντρα σε σχήματα που αργότερα μετέτρεπε σε έργα. Έτσι, μέσω της λάξευσης, συνδύαζε το τυχαίο με την καλλιτεχνική διαίσθηση και με τη διαδικασία της αφαίρεσης. Οι συνθέσεις του έχουν τίτλους άλλοτε δανεισμένους από την ελληνική κλασική παράδοση και άλλοτε με συμβολικό περιεχόμενο, πάντα όμως ελληνικούς. Η ανάδειξη των συνθέσεών του ολοκληρώνεται με τη βάση. Φτιαγμένη συχνά από διαφορετικό είδος ξύλου, είναι και η ίδια ένα γλυπτό.

Τα έργα του Λεκάκη έχουν διακριθεί σε τρία κυρίως είδη: σε «κίονες», σε «γραμμές» και σε «σφαιροειδή», ανάλογα με το σχήμα και την ανάπτυξή τους στο χώρο. Ο «σφαιροειδής» Γαλαξίας, σκαλισμένος σε δρυ και στηριγμένος σε μια λιτή βάση από μαόνι, που θυμίζει αρχαίο ελληνικό κίονα, σε μια δυναμική οριζόντια ανάπτυξη με ρυθμικές εναλλαγές των σφαιρικών στοιχείων, αναπαράγει το νεφέλωμα με σχήματα που μοιάζουν με μοριακούς τύπους.

Ο Γιώργος Λάμπρου έκανε τα πρώτα του γλυπτά με σύρμα, επεκτείνοντας τις αναζητήσεις του στο σχέδιο. Στην πορεία οι φόρμες του απέκτησαν όγκο, διατήρησαν όμως τη λιτότητα και την τάση για σχηματοποίηση που χαρακτήριζε πάντα τα έργα του. Παράλληλα αποτέλεσαν το μέσο για να εκφράσει κριτική στη μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, σε μια σειρά συνθέσεων όπως τα «Περισφιγμένα ανθρωπάκια ΙΙΙ», επίκεντρο έγινε η ανθρώπινη μορφή. Η μαζικοποίηση, η ισοπέδωση, η ανασφάλεια, η αποξένωση και η εσωτερική μοναξιά εκφράζονται μέσω τριών ή περισσότερων ανθρώπινων μορφών χωρίς χέρια και πόδια, που προβάλλουν ασφυκτικά από ένα συμπαγή όγκο, αναφορά στην αδυναμία ελεύθερης δράσης ή διαφυγής, και καταλήγουν σε ομοιόμορφες υποδηλώσεις κεφαλιών χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα εντείνεται με τη σχηματοποίηση και τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες ραβδώσεις της επιφάνειας, που δημιουργούν φωτεινές και σκοτεινές ζώνες και δίνουν την εντύπωση πραγματικών δεσμών.

Ως το τέλος περίπου της δεκαετίας του ’40 η ανθρώπινη μορφή και η παραστατική απεικόνιση μονοπωλούν σχεδόν το ενδιαφέρον των ελλήνων γλυπτών. Παρόλα αυτά, αν και ορισμένοι παραμένουν πιστοί στην ακαδημαϊκού τύπου αναπαράσταση ή το ύφος της μεταροντενικής γαλλικής σχολής, άλλοι στρέφονται προοδευτικά σε πιο απλοποιημένα και αφαιρετικά σχήματα, διαμορφώνοντας το προσωπικό τους ύφος μέσα από ποικίλες επιρροές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Έτσι, προσεγγίζουν την ανθρώπινη μορφή με μια νέα αντίληψη, που οδηγεί και σε μια πολυμορφία αποδόσεων: απλοποιημένη ή απόλυτα σχηματική και υπαινικτική, αποσπασματική ή εξπρεσιονιστική.

Στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης το έργο που σηματοδοτεί τη στροφή στην αφαιρετική, υπαινικτική απόδοση της ανθρώπινης μορφής, και μάλιστα σε μια από τις πιο «ακραίες» εκδοχές της, εισάγοντας συγχρόνως στη δεκαετία του ’50, είναι οι «Δύο κόρες» του Λάζαρου Λαμέρα. Οι «Δύο κόρες», στον απόηχο των κυκλαδικών ειδωλίων, ευθυτενείς, σχηματικές και σχεδόν δισδιάστατες, διατηρούν μόνο τα βασικά στοιχεία της φόρμας του γυναικείου σώματος, αγγίζοντας τα όρια της αφαίρεσης.

Ο Κώστας Κλουβάτος ξεκίνησε από την ρεαλιστική αλλά απλοποιημένη αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής, για να προχωρήσει σε πιο αφαιρετικά έως σχεδόν εντελώς αφηρημένα σχήματα. Εμπνεόμενος από τα ειδώλια της γεωμετρικής εποχής ή και από τη λαϊκή τέχνη, επιδιώκει να εκφράσει καθημερινές ανθρώπινες καταστάσεις, πόθους, προβλήματα και αγώνες, στο πλαίσιο ενός κοινωνικού προβληματισμού.

Το έργο που εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη ανήκει σε μια σειρά συνθέσεων της δεκαετίας του ’60, στις οποίες επιδιώκει να προβάλει την ουσία του περιεχομένου υιοθετώντας την εξπρεσιονιστική έκφραση. Η τάση αυτή είναι εμφανής τόσο στον τρόπο απόδοσης των μορφών όσο και στο χειρισμό της επιφάνειας του υλικού, που την αφήνει σκόπιμα τραχιά και ακατέργαστη, ώστε να δημιουργεί την εντύπωση της διάβρωσης, δίνοντας έτσι ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο περιεχόμενο των συνθέσεών του.

Ο Σπύρος Καταπόδης υπήρξε ένας γλύπτης ανθρωποκεντρικός, αφού τα θέματά του περιστρέφονται γύρω από τον άνθρωπο ή παραπέμπουν συμβολικά σε καταστάσεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη ζωή. Με τάση προς την αφαίρεση, επιλέγει στοιχεία από τον κυβισμό, τον κονστρουκτιβισμό αλλά και το σουρεαλισμό, δίνοντας μορφή σε ό,τι τον συγκινεί ή τον κάνει να ονειρεύεται.

Στην «Αρετούσα» συνδυάζονται δύο από τα πιο οικεία θέματα στη γλυπτική του, η καρέκλα και η ανθρώπινη μορφή. Ο συμπαγής, συνοπτικά αποδοσμένος όγκος του σώματος του κοριτσιού, που μοιάζει σαν κούκλα, έρχεται σε αντίθεση με τη λεπτοφτιαγμένη καρέκλα, ανάμνηση των παλιών επίπλων, που παίρνει τη μορφή κούνιας, καθώς η πλάτη της πλαισιώνει το σώμα του παιδιού. Η σύνθεση είναι αναμφίβολα συγκινησιακά φορτισμένη, ίσως από τα παιδικά ή εφηβικά βιώματα του καλλιτέχνη, όπως αρκετά από τα έργα του, και προδίδει μια νοσταλγία για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας.

Ο Δημήτρης Κωνσταντίνου εκφράστηκε κυρίως μέσω της γεωμετρικής ή της οργανικής αφαίρεσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 άρχισε να δημιουργεί γεωμετρικές συνθέσεις στο ύφος της οπτικής τέχνης. Αργότερα χρησιμοποίησε τον κύβο ή τον κύκλο ως βασικές μονάδες, στο πλαίσιο μιας κονστρουκτιβιστικής αντίληψης. Στα έργα αυτά σημαντικό ρόλο παίζει η ισορροπία και η εισαγωγή του κενού. Ο κύβος ανοίγει και αναλύεται σε μικρότερα σχήματα, που μπορούν να τον ανασυνθέσουν, ενώ άλλοτε αποτελούν αυτόνομες κατασκευές, οι οποίες όμως γεννώνται από αυτόν. Με την ίδια λογική, αλλά με βασικό δομικό στοιχείο την καμπύλη, οι μετασχηματισμοί των συνθέσεων με κύβους μετατράπηκαν σε μετασχηματισμούς κυκλικών σχημάτων. Τα κυκλικά σχήματα αλληλοτέμνονται, συμπλέκονται, συστρέφονται ή γεννώνται το ένα από το άλλο.

Η “Γένεση” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο το κενό εισέρχεται στη σύνθεση και παίζει ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της τελικής εντύπωσης.

Μαθητής του Αντουάν Μπουρντέλ, ο Γεώργιος Καστριώτης παρέμεινε πιστός στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. Από το δάσκαλό του κράτησε τα διδάγματα για την απόδοση των επιφανειών, την καθαρότητα του σχεδίου και την αγάπη για την ορμητική κίνηση, στην πορεία όμως διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο ύφος που συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση με το συμβολισμό ή την αλληγορία.

Η «Αιδώς» ανήκει σε ένα θεματικό κύκλο στον οποίο οι γυμνές ή ημίγυμνες γυναικείες μορφές λειτουργούν ως σύμβολα ή αλληγορίες. Η νεαρή γυναίκα με το καλλίγραμμο σώμα, που στρέφει το κεφάλι αριστερά και χαμηλώνει με συστολή το βλέμμα, αποδίδει τον τύπο της παρθενικής ομορφιάς που σε αρκετές περιπτώσεις είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη. Τα κομμένα στο ύψος των βραχιόνων χέρια φανερώνουν παράλληλα μια διάθεση να συσχετισθεί το γλυπτό με την ομορφιά των αρχαίων αγαλμάτων και την αποσπασματική μορφή, που πρώτος ο Ροντέν επέβαλε σαν αυτόνομο έργο τέχνης.