Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Η άνθηση που είχε γνωρίσει η γλυπτική στην αρχαία Ελλάδα υποβαθμίστηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και η γλυπτική σταδιακά περιορίστηκε σε ένα δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Στα μεταβυζαντινά χρόνια, και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, επιβίωσε στη λαϊκή τέχνη, σε ξυλόγλυπτα, μεταλλόγλυφα και λιθανάγλυφα.

Οι φεγγίτες είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία λιθανάγλυφων και συναντώνται ιδιαίτερα στις Κυκλάδες. Σε σχήμα διάτρητης ανάγλυφης αψίδας, τοποθετούνται στα υπέρθυρα ή στα παράθυρα καλύπτοντας τα ανακουφιστικά τρίγωνα και έχουν πολλαπλή λειτουργία: πρακτική, γιατί επιτρέπουν στο φως να εισχωρήσει στο εσωτερικό• αισθητική, γιατί κοσμούνται με διάφορες παραστάσεις• και, ακόμη, μαγική, γιατί οι διακοσμητικές παραστάσεις έχουν συχνά φυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα.

Τα θέματα που κοσμούν τους φεγγίτες περιλαμβάνουν θρησκευτικές και κοσμικές μορφές, ζώα και φυτικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κτίσματα και καράβια. Η τεχνοτροπία τους συνδυάζει στοιχεία από τη Δύση, την Ανατολή και τη λαϊκή παράδοση.

Το πρωτότυπο σύμπλεγμα συμπεραίνεται ότι βρέθηκε λίγο πριν το 1623 στην περιοχή που χτιζόταν η έπαυλη Ludovisi. Το 1901 αγοράστηκε από την Ιταλική Κυβέρνηση μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής Ludovisi και τοποθετήθηκε στο Museo Nazionale Romano (Museo delle Terme) της Ρώμης.

Για την ταυτότητα των μορφών έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες. Το σύμπλεγμα συναντάται ως “Φιλία”, “Ομόνοια”, “Αδελφικός χαιρετισμός”, “Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος”, “Μερόπη και Αίπυτος”, “Ορέστης και Ηλέκτρα”, “Η Ειρήνη των Ελλήνων”, “Πηνελόπη και Τηλέμαχος”, “Φαίδρα και Ιππόλυτος”, “Νεαρός Συγκλητικός και η μητέρα του” και, από το 1704, “Ο Παπίριος και η μητέρα του”, άποψη που είναι και η επικρατέστερη. Η ερμηνεία αυτή αναφέρεται σε μια κωμική ιστορία και στον έξυπνο τρόπο με τον οποίο ο νεαρός Παπίριος, την εποχή που στη Ρώμη οι γιοι επιτρεπόταν να συνοδεύουν τον πατέρα τους στη Σύγκλητο, ικανοποίησε την περιέργεια της μητέρας του σχετικά με το τι είχε συζητηθεί, λέγοντάς της ότι η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το αν ήταν καλύτερο για την Πολιτεία ένας άνδρας να έχει δύο γυναίκες ή μια γυναίκα δύο άνδρες.

Το σύμπλεγμα ήταν εξαιρετικά δημοφιλές τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, αλλά ως τις αρχές του 19ου αιώνα έγιναν πολύ λίγα αντίτυπα, γιατί η οικογένεια Ludovisi δεν επέτρεπε τη λήψη εκμαγείων από τη συλλογή της. Η παράσταση κόσμησε επίσης πολύτιμους λίθους, καμέες, πλακέτες και βαθυτυπίες. Την περίοδο 1816-1819 ο πρίγκιπας Luigi Boncompagni Ludovisi έκανε ορισμένα εκμαγεία σε γύψο από τα πιο δημοφιλή αρχαία γλυπτά της συλλογής του και τα δώρισε σε διάφορες προσωπικότητες, όπως στον Πρίγκιπα Αντιβασιλέα, το Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης, τον Metternich και τον Wilhelm von Humboldt, που με τη σειρά τους τα παραχώρησαν σε ακαδημίες τέχνης.

Το έργο που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης είναι το πρώτο γλυπτό που περιήλθε στο μουσείο, με δωρεά της Αικατερίνης Ροδοκανάκη το 1911.

Ο Δημήτριος Φιλιππότης, μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπου διδάχθηκε τις αρχές του κλασικισμού, συνέχισε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη. Η μαθητεία του και ο ευρύτερος καλλιτεχνικός περίγυρος στην ιταλική πρωτεύουσα τον ώθησαν και σε θέματα ρεαλιστικού ύφους και περιεχομένου, που περιλαμβάνουν κυρίως ηθογραφικές σκηνές με παιδικές μορφές στη φύση ή σε καθημερινές ασχολίες και αποτελούν τη μεγάλη καινοτομία του στην μέχρι τότε καθιερωμένη θεματογραφία του κλασικισμού.

Το “Παιδί με κουμπαρά” είναι μια σύνθεση που ο Φιλιππότης δούλεψε σε τρία αντίτυπα. Το έργο που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί ένα ημιτελές αντίτυπο της δεύτερης παραλλαγής του θέματος. Φιλοτεχνήθηκε πιθανόν το 1888, την ίδια χρονιά με την ολοκληρωμένη δεύτερη εκδοχή, και παρουσιάζει μια απόλυτα ρεαλιστική απόδοση του θέματος. Έτσι, το γυμνό σώμα του παιδιού στην αρχική σύνθεση του 1879, χαρακτηριστικό της κλασικιστικής γλυπτικής, έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια πραγματική εικόνα ενός πρόχειρα ντυμένου, ξυπόλητου μικρού παιδιού από τη λαϊκή τάξη, που με χαρακτηριστική αφέλεια και χαρά σηκώνει ψηλά και κουδουνίζει τον κουμπαρά του.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Το “Κεφάλι Σατύρου” είναι από τα τελευταία έργα της πρώτης περιόδου της δημιουργίας του. Μια μορφή ρεαλιστική, εξαιρετική σε πλάσιμο, αποτυπώνει ένα σχεδόν ψυχογραφικό ατομικό πορτραίτο ενός ώριμου άνδρα. Το ολοζώντανο, διαπεραστικό του βλέμμα και το μυστηριώδες χαμόγελο δίνουν τον τόνο στη μορφή. Το χαμόγελο μοιάζει άλλοτε σαρκαστικό ή δαιμονικό και άλλοτε μελαγχολικό, ανάλογα με την πλευρά που το κοιτάζει κανείς. Προκαλούσε μάλιστα μεγάλη ψυχική αναστάτωση στον Χαλεπά, που είχε προσπαθήσει να καταστρέψει το έργο γρατσουνίζοντάς το και πετώντας του πηλό.

Ο Μιχάλης Τόμπρος πρωτοστάτησε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στη νεοελληνική τέχνη. Από το 1925 ως το 1928 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, είχε όμως ήδη επισκεφθεί τη γαλλική πρωτεύουσα τρεις φορές. Η τελευταία τριετής παραμονή ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του ύφους του. Η επίδραση των επιγόνων του Ροντέν αναγνωρίζεται σε πολλές γυναικείες μορφές που φιλοτέχνησε εκείνη την περίοδο, όπως η «Χοντρή καθισμένη γυναίκα». Η γυναίκα με τις πλούσιες καμπύλες δεν αναπαριστά την ιδανική ιδέα περί σώματος, αλλά ακολουθεί το πρότυπο αντίστοιχων μορφών του Αριστίντ Μαγιόλ. Οι αντιλήψεις του γάλλου καλλιτέχνη για το πλάσιμο του γυναικείου γυμνού υπήρξαν καθοριστικές τόσο για τον Τόμπρο όσο και για άλλους έλληνες γλύπτες. Έτσι η μορφή, με μια έκφραση προσμονής και καρτερικότητας, αποδίδεται σαν μια κλειστή και συμπαγής φόρμα, με έντονες καμπυλότητες και σαφή περιγράμματα. Χωρίς να αναλώνεται σε περιγραφικές λεπτομέρειες, ο καλλιτέχνης πλάθει μεγάλους και καθαρούς όγκους, χωρίς κενά και δημιουργεί ένα στέρεο έργο, που με τη στατικότητα και την ηρεμία του επιβάλλεται στο χώρο.

Ο Μιχάλης Τόμπρος πρωτοστάτησε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στη νεοελληνική τέχνη. Από το 1925 ως το 1928 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, είχε όμως ήδη επισκεφθεί τη γαλλική πρωτεύουσα τρεις φορές. Η τελευταία τριετής παραμονή ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του ύφους του, που χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυισμό: από τη μια παραστατικές γυναικείες μορφές επηρεασμένες ιδιαίτερα από τη γλυπτική του Αριστίντ Μαγιόλ, αλλά και δημόσια μνημεία ακαδημαϊκού χαρακτήρα, και από την άλλη κυβιστικές ή σουρεαλιστικές συνθέσεις από το τέλος της δεκαετίας του 1920. Στις σουρεαλιστικές συνθέσεις πάντως στράφηκε πιο συστηματικά από το 1950 περίπου. Έτσι, έργα όπως το «Ξωτικό», αρθρώνονται ή συνδυάζουν οργανικά και φυτικά θέματα με γεωμετρικά σχήματα και παράξενα, εξωπραγματικά όντα, με αναφορές στη γλυπτική του Αλεξάντερ Αρσιπένκο και του Όσιπ Ζάντκιν.

Ο Αντώνης Σώχος ήταν από τους πρώτους γλύπτες που απομακρύνθηκαν από τα κλασικιστικά διδάγματα και στράφηκαν σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Η μελέτη της αρχαϊκής γλυπτικής του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, των κυκλαδικών ειδωλίων αλλά και της γοτθικής τέχνης και η μύησή του στη μακρά παράδοση της λαϊκής γλυπτικής της Τήνου, σε συνδυασμό με τη γνωριμία των πρωτοποριακών τάσεων στην Ευρώπη, στάθηκαν οι πηγές της έμπνευσής του.

Το «Κεφάλι κόρης», λαξευμένο απευθείας σε πωρόλιθο, με τα ωραία χαρακτηριστικά, το εκφραστικό πρόσωπο και το ελαφρά συνοφρυωμένο βλέμμα, παραπέμπει στις Κόρες της Ακρόπολης. Η μετωπική απόδοση, τα χείλη, τα φρύδια και οι κόρες των ματιών που είναι ελαφρά βαμμένες, το στυλιζαρισμένο χτένισμα που πλαισιώνει το πρόσωπο, ακόμη και το ίδιο το υλικό, συνδέουν το έργο με τις μορφές της αρχαϊκής γλυπτικής, ενώ η συνεχόμενη βάση, που δημιουργεί ένα συμπαγή όγκο με το κεφάλι και το λαιμό, παραπέμπει στις αρχαίες ερμαϊκές στήλες.

Αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, ανανεωτής και εφευρέτης, ο Τάκις συνδύασε με ένα πολύ προσωπικό τρόπο την τέχνη με την επιστήμη. Η ενέργεια που υπάρχει στη φύση, το φως και η κίνηση σε κάθε της μορφή αποτέλεσαν το επίκεντρο των ερευνών του ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και τον οδήγησαν σε σειρές από «Σινιάλα», «Τηλεμαγνητικά», «Υδρομαγνητικά», «Μουσικά» και «Φωτοβολταϊκά γλυπτά».

Η σειρά «Εσώτεροι χώροι», που ξεκίνησε το 1957, βασίζεται στην ενέργεια της φύσης και αποτελείται από σφαίρες χυτευμένες σε ορείχαλκο. Ο Τάκις δημιούργησε τα γλυπτά αυτά εκμεταλλευόμενος τη φυγόκεντρη δύναμη που παράγεται από το φούσκωμα. Για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα γέμιζε με αέρα συνηθισμένα μπαλόνια και έκανε προσεκτικά το εκμαγείο σε γύψο πριν το χυτεύσει σε ορείχαλκο. Μερικές από τις σφαίρες έχουν τα ίχνη από τις μεταλλικές ταινίες με τις οποίες έσφιγγε τα μπαλόνια για να αποτυπώσει την πίεση που προκαλούσε η επαφή με τη φουσκωμένη επιφάνεια. Κάποιες φορές μάλιστα η ενέργεια αυτή προκαλούσε προεξοχές που μοιάζουν με παράξενα κεφάλια.

Καλλιτέχνης με κλασικιστική παιδεία, ο Λάζαρος Σώχος είναι ο πρώτος έλληνας γλύπτης που συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, αντί για το Μόναχο ή την Ιταλία. Ζώντας σε μια μεταβατική περίοδο για τη νεοελληνική γλυπτική, δεν αρνήθηκε εντελώς τις κλασικιστικές του καταβολές, τις συνδύασε όμως με ρεαλιστικά στοιχεία και τις προσωπικές ιδεαλιστικές του αντιλήψεις, που συμβάδιζαν με το γενικότερο πνεύμα της εποχής.

Οι προτομές αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της δημουργίας του. Αντίθετα, όμως, με το στείρο και άψυχο ύφος που συχνά συναντάται σε ανάλογα έργα, οι προτομές του Λάζαρου Σώχου χαρακτηρίζονται από την ψυχογραφική προσέγγιση των εικονιζόμενων. Η προτομή του Δημητρίου Βικέλα, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896 και στην αναστήλωση του Παναθηναϊκού Σταδίου και τον οποίο ο Σώχος γνώρισε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, αποδίδεται με ρεαλισμό, αλλά και με μια διάθεση εξιδανίκευσης. Το καθαρό μέτωπο, τα μάτια, τα μάγουλα, το γένι, τα μαλλιά και το στέρνο πλάθονται με μαλακές επιφάνειες και ρευστά περιγράμματα, ακολουθώντας το ύφος του Ροντέν, που κυριαρχούσε στο καλλιτεχνικό προσκήνιο την εποχή που ο Σώχος βρισκόταν στο Παρίσι. Η γυμνότητα του στέρνου, αντίθετα, και η κυκλική βάση αποτελούν επιβιώσεις της κλασικιστικής του παιδείας.

Ο Γεράσιμος Σκλάβος, αν και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών, άφησε ένα έργο πλούσιο και ολοκληρωμένο, βασισμένο σε μεγάλο μέρος στην έρευνα και τους πειραματισμούς του σε σχέση με την επεξεργασία των υλικών.
Για ένα σύντομο διάστημα, και ως το 1959, τον απασχόλησε η παραστατική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η τάση του όμως προς την αφαίρεση ήταν έμφυτη και η έκφραση μέσω αφαιρετικών σχημάτων ζήτημα χρόνου. Προτιμώντας σκληρές ύλες – μάρμαρο, πορφυρίτη, γρανίτη, χαλαζίτη και σπανιότερα το σίδερο ή το ξύλο – ακολούθησε τον παραδοσιακό τρόπο της απευθείας λάξευσης, ενώ το 1960 εφηύρε την «τηλεγλυπτική», μια τεχνική που του έδινε τη δυνατότητα να κατεργάζεται ελεγχόμενα την επιφάνεια χρησιμοποιώντας φλόγα οξυγόνου και ασετιλίνης. Έτσι απέκλειε το τυχαίο και αξιοποιούσε στο έπακρο τις δυνατότητες του φωτός, που θεωρούσε την αρχή του σύμπαντος και της δημιουργίας. Οι δυνατότητες αυτές αξιοποιούνται ιδιαίτερα σε μεγάλα έργα, τοποθετημένα σε εξωτερικό χώρο, όπως η «Περαστική», καθώς, στην πορεία της ημέρας, δημιουργούνται έντονες και ιδιαίτερες φωτοσκιάσεις που αναδεικνύουν κάθε πλευρά.

Ο Γεράσιμος Σκλάβος, αν και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών, άφησε ένα έργο πλούσιο και ολοκληρωμένο, βασισμένο σε μεγάλο μέρος στην έρευνα και τους πειραματισμούς του σε σχέση με την επεξεργασία των υλικών.
Για ένα σύντομο διάστημα, και ως το 1959, τον απασχόλησε η παραστατική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η τάση του όμως προς την αφαίρεση ήταν έμφυτη και η έκφραση μέσω αφαιρετικών σχημάτων ζήτημα χρόνου. Προτιμώντας σκληρές ύλες – μάρμαρο, πορφυρίτη, γρανίτη, χαλαζίτη και σπανιότερα το σίδερο ή το ξύλο – ακολούθησε τον παραδοσιακό τρόπο της απευθείας λάξευσης, ενώ το 1960 εφηύρε την «τηλεγλυπτική», μια τεχνική που του έδινε τη δυνατότητα να κατεργάζεται ελεγχόμενα την επιφάνεια χρησιμοποιώντας φλόγα οξυγόνου και ασετιλίνης. Έτσι απέκλειε το τυχαίο και αξιοποιούσε στο έπακρο τις δυνατότητες του φωτός, που θεωρούσε την αρχή του σύμπαντος και της δημιουργίας.

Η «Αστραπή» σχηματίζεται από ένα συμπαγή όγκο μαρμάρου, με πολλές γωνίες θέασης, σκαλισμένο με τρόπο ώστε το φως να διατρέχει την επιφάνεια δημιουργώντας επίπεδα φωτεινά και σκοτεινά σε καίρια σημεία και να προβάλλει την υφή του υλικού.

Η Γαβριέλα Σίμωσι εργάστηκε στο πλαίσιο της αναπαράστασης, δημιουργώντας όμως συνθέσεις με έντονα σουρεαλιστικό και συγχρόνως ποιητικό χαρακτήρα, βασισμένες κατά ένα μεγάλο μέρος στις μνήμες από την αρχαία ελληνική γλυπτική. Τα ακρωτηριασμένα, κυρίως, αγάλματα στάθηκαν αφορμή για τις αποσπασματικές συνθέσεις της, οι οποίες έχουν αινιγματικό ύφος και έντονη συγκινησιακή φόρτιση, αποτέλεσμα πιθανότατα των προσωπικών της βιωμάτων. Η λευκότητα του γύψου, επιπλέον, ενός υλικού που χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα, συνέτεινε στη δημιουργία μιας εντύπωσης σιωπής και εγκλωβισμού που αναγνωρίζεται σε αρκετά έργα της.

Στη «Γόμα» το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η αίσθηση της μη-ύπαρξης. Ένα γυναικείο πρόσωπο, μελαγχολικό αλλά αποφασισμένο, που επαναλαμβάνεται σε αρκετά έργα της, προβάλλει ανάγλυφο μέσα από ένα περιβάλλον απροσδιόριστο και εξαφανίζεται σιγά σιγά κάτω από το πέρασμα της γόμας, που αφήνει τα ίχνη της στην επιφάνεια, σε μια συμβολική κίνηση διαγραφής της ίδιας της οντότητας.