Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αντώνη Καραχάλιου έχει ρεαλιστική αφετηρία αν και, σε ελεύθερες κυρίως συνθέσεις, γίνεται πιο αφαιρετικό. Η ανθρώπινη μορφή τον απασχολεί στα περισσότερα έργα του, δεν λείπουν όμως και οι ολόσωμες ή αποσπασματικές μορφές ζώων, που αποδίδονται σε χαρακτηριστικές στάσεις. Έτσι, ο «Ταύρος», με έντονες παραμορφώσεις της επιφάνειας του σώματος, που τονίζουν την ένταση της στιγμής και τον δυναμισμό του, με το κεφάλι χαμηλωμένο και με τα κέρατα προτεταμένα, παριστάνεται συσπειρωμένος, λίγο πριν επιτεθεί.

Ζώντας κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ο Νικόλας Δογούλης αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και την ιστορική παράδοση των κατοίκων της Μακεδονίας. Η θητεία του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο την περίοδο 1963-1967 έπαιξε αναμφισβήτητα ρόλο στη σχηματοποίηση και την αρχαϊκού τύπου λιτότητα που χαρακτηρίζει αρκετά παλαιότερα έργα του, όπως ο «Μικρός ταύρος», που δώρισε το 1973 το υπουργείο Πολιτισμού στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Γιάννης Αντωνιάδης, έχοντας σπουδάσει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία, δημιούργησε έργα σε συνεργασία με αρχιτέκτονες, φιλοτέχνησε δημόσια μνημεία και ασχολήθηκε με συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, προσαρμόζοντας το ύφος του ανάλογα με τον προορισμό και τις απαιτήσεις των έργων του.
Στις ελεύθερες συνθέσεις του, όπως το έργο “Ο σκύλος μου”, κινείται στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αναπαράστασης με ελάχιστες γενικεύσεις, αποδίδοντας το ζώο ακίνητο σε μια πολύ χαρακτηριστική στάση. Με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά μοιάζει σαν να περιμένει ή να οσμίζεται κάποιον. Ίσως τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο οποίος θέλησε να αποτυπώσει αυτή την ιδιαίτερη στιγμή.

Επικεντρωμένη, από τη δεκαετία του 1930, στη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής, άλλοτε δημιουργώντας έργα σε γύψο και μπρούντζο και άλλοτε λαξεύοντας απευθείας την πέτρα, από τη δεκαετία του 1950 η Μπέλλα Ραφτοπούλου άρχισε να εμπλουτίζει τα θέματά της και με μορφές από το ζωικό βασίλειο. Την ίδια περίοδο προχώρησε σε γενίκευση και απλοποίηση της απόδοσης, η οποία κορυφώθηκε λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας. Με αυτή την αντίληψη, το 1958 σκάλισε απευθείας στην πέτρα τις “Κουκουβάγιες”, το μεγαλύτερο σε μέγεθος και πιο εντυπωσιακό από τα έργα με ανάλογο περιεχόμενο. Αποτελούμενο από τρία διαφορετικά κομμάτια, από τα οποία, με διαφορετικό προσανατολισμό, ξεπροβάλλει, σκαλισμένο αδρά και σχηματικά, το κεφάλι μιας κουκουβάγιας, το έργο αποπνέει μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης, καθώς τα πουλιά μοιάζουν κουρνιασμένα πάνω σε ένα δέντρο μέσα στη νύχτα.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.

Το «Γαϊδουράκι», που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, επιβεβαιώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Στο αρχείο της, μάλιστα, υπάρχουν φωτογραφίες με το ζωντανό μοντέλο, το οποίο έχει αποτυπωθεί σε ανάλογη στάση με το έργο.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.

Το «Αλογάκι», που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το «Αλογάκι», που προοριζόταν για το Άλσος Κηφισιάς. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στα έργα που έπλασε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τερακότα, ακολουθώντας πιστά τη ρεαλιστική απόδοση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου, σφυρηλατώντας μόνη της φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου. Είχε ήδη προηγηθεί μια θεαματική αλλαγή και στο ύφος της, προς μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτό, τα «Ζώα των Άνδεων» που στέκουν ακίνητα, σαν να βρίσκονται στα ψηλά οροπέδια του φυσικού τους περιβάλλοντος, είναι σχηματοποιημένες απεικονίσεις των λάμα της Νότιας Αμερικής, τα οποία η γλύπτρια είχε δει όταν ταξίδεψε στη Βολιβία και το Περού το 1948.

Από τα σπουδαστικά της χρόνια η Φρόσω Ευθυμιάδη ασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα, όπως ζώα, πουλιά, μορφές και προτομές. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πουλιά. Από τα πρώτα χρόνια έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε, αρχικά σε τερακότα και, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 σε μέταλλο, σειρές με κουκουβάγιες, κοκόρια και αετούς μικρού και μεγάλου μεγέθους. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Σε αντίθεση, όμως, με άλλες θεματικές ενότητες, στις οποίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθούσε πιστά τη ρεαλιστική απόδοση, οι σειρές με τα πουλιά χαρακτηρίζονται εξαρχής από αφαιρετική διάθεση και σχηματοποιήσεις που βασίζονται σε μια ποικιλία προτύπων, στοιχεία που ενισχύθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Στα «Πουλιά», επιλέγοντας να αποτυπώσει μια στιγμή ηρεμίας και αρμονικής συνύπαρξης, αξιοποιεί τον δυναμισμό και την επιβλητικότητα που προσφέρει η ακινησία, αποδίδοντας το έργο με συμπαγείς επιφάνειες σφυρήλατου μετάλλου.

Από τα σπουδαστικά της χρόνια η Φρόσω Ευθυμιάδη ασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα, όπως ζώα, πουλιά, μορφές και προτομές. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πουλιά. Από τα πρώτα χρόνια έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε κυρίως σειρές με κουκουβάγιες, κοκόρια και αετούς μικρού και μεγάλου μεγέθους. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Σε αντίθεση, όμως, με άλλες θεματικές ενότητες, στις οποίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθούσε πιστά τη ρεαλιστική απόδοση, τα πουλιά χαρακτηρίζονται εξαρχής από αφαιρετική διάθεση και σχηματοποιήσεις που βασίζονται σε μια ποικιλία προτύπων, στοιχεία που ενισχύθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Στη σειρά με τους αετούς, αξιοποιεί, σε συνθέσεις με λανθάνουσα κίνηση και αποτύπωση του στιγμιαίου, τον δυναμισμό και την επιβλητικότητα που προσφέρουν η ακινησία ή οι ανοιγμένες φτερούγες, δημιουργώντας έργα όπως ο «Αετός», με συμπαγείς επιφάνειες σφυρήλατου μετάλλου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.

Το “Μοσχαράκι”, που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το “Μοσχαράκι”, που προοριζόταν για το Άλσος Παγκρατίου. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στα έργα που έπλασε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τερακότα, ακολουθώντας πιστά τη ρεαλιστική απόδοση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου, σφυρηλατώντας μόνη της φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου. Είχε ήδη προηγηθεί μια θεαματική αλλαγή και στο ύφος της, προς μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση.

Το 1955 δημιούργησε τον «Αίγαγρο», το τελευταίο έργο της από τη σειρά των ζώων, με έντονα σχηματοποιημένη, αφαιρετική και αρκετά διακοσμητική διάθεση, το οποίο είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα. Το αγριοκάτσικο, που, στην Ελλάδα, ζει κυρίως στα βουνά της Κρήτης, μοιάζει σαν να στέκεται ψηλά, πάνω σε έναν βράχο, όπως κάνει στην πραγματικότητα, καθώς μπορεί να σκαρφαλώνει και να στέκεται σε απόκρημνες πλαγιές με μεγάλη ευκολία.

Από τα σπουδαστικά της χρόνια η Φρόσω Ευθυμιάδη ασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα, όπως ζώα, πουλιά, μορφές και προτομές. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πουλιά. Από τα πρώτα χρόνια έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε κυρίως σειρές με κουκουβάγιες, κοκόρια και αετούς μικρού και μεγάλου μεγέθους. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Σε αντίθεση, όμως, με άλλες θεματικές ενότητες, στις οποίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθούσε πιστά τη ρεαλιστική απόδοση, τα πουλιά χαρακτηρίζονται εξαρχής από αφαιρετική διάθεση και σχηματοποιήσεις που βασίζονται σε μια ποικιλία προτύπων, στοιχεία που ενισχύθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Στη σειρά με τους αετούς, αξιοποιεί, σε συνθέσεις με λανθάνουσα κίνηση και αποτύπωση του στιγμιαίου, τον δυναμισμό και την επιβλητικότητα που προσφέρουν η ακινησία ή οι ανοιγμένες φτερούγες, δημιουργώντας, αρχικά, έργα με συμπαγείς επιφάνειες σφυρήλατου μετάλλου. Από το 1960, βασιζόμενη στην τεχνική των χρυσών κοσμημάτων με πυκνοκολλημένες βέργες, που είχε γνωρίσει στο ταξίδι της στο Περού και την Κολομβία το 1959, άρχισε να δημιουργεί και συνθέσεις συμπαγείς συγκολλώντας βέργες σφυρήλατου ορείχαλκου. O «Φτερωτός άρχοντας» είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και από τα πιο χαρακτηριστικά έργα που δημιούργησε με την τεχνική αυτή.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ο Απάρτης έστρεψε το ενδιαφέρον του και στη ζωοπλαστική, μελετώντας στο Ζωολογικό κήπο του Παρισιού. Ασχολούμενος από τότε κατά περιόδους με το θέμα, έπλασε το 1955 τη “Σκύλα”, χρησιμοποιώντας ως μοντέλο τη “Δούκισσα”, τη σκύλα ενός γείτονά του στο Παρίσι.

Το ζώο, παρά την ακινησία του, υποβάλλει την εντύπωση της απόλυτης ετοιμότητας με τα ορθωμένα αυτιά και το προτεταμένο ρύγχος. Με οδηγό την αρχαία τέχνη, έχοντας όμως μπροστά του ένα ζωντανό μοντέλο, ο Απάρτης δεν αναλώνεται σε περιγραφικές λεπτομέρειες, αλλά πλάθει ένα σφριγηλό σώμα με λείες επιφάνειες, κάτω από το οποίο διαγράφεται ο δυνατός σκελετός. Η στάση του ζώου, με τα πόδια παράλληλα, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού δεξιά και την ουρά που εφάπτεται στα σκέλη, καθώς και το πλάσιμο του ρωμαλέου σώματος φέρνουν στο νου ένα από τα σημαντικότερα έργα της αρχαίας τέχνης, την ετρουσκική Λύκαινα του Καπιτωλίου (500-480 π.Χ.), ενώ το προτεταμένο κεφάλι έχει ως μακρινό πρότυπο ένα σκύλο από το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα (530-520 π.Χ.), που βρίσκεται στο μουσείο της Ακρόπολης και, με το σώμα συσπειρωμένο και τα πόδια λυγισμένα, είναι έτοιμος να ορμήσει.

Η Ναυσικά Πάστρα ασχολήθηκε αρχικά με την ανθρωποκεντρική γλυπτική σε πηλό, γύψο και μπρούντζο. Μετά την εγκατάστασή της στο Παρίσι το 1963 αντικατέστησε την έμπνευση με τα μαθηματικά και, από το 1968, άρχισε να πειραματίζεται με τα δύο βασικά γεωμετρικά σχήματα, το τετράγωνο και τον κύκλο, θέτοντας τις βάσεις για την εξέλιξη της μετέπειτα δουλειάς της. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της επαγωγής και της απαγωγής, δηλαδή της ανάλυσης και της σύνθεσης, κατέληξε σε ένα νέο, δυναμικό σχήμα, που προκύπτει από το συνδυασμό του τετραγώνου και του κύκλου, το οποίο ονόμασε “Σύνεκτρον”. Το “Σύνεκτρον” είναι μέρος της σειράς “Αναλογικά Ι” (1968-1976) και αποτελεί μελέτη σε δύο διαστάσεις. Από το 1979 έως το 1982, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία δημιουργίας, η Πάστρα επέκτεινε στο χώρο την αρχική δισδιάστατη κατασκευή, δημιουργώντας τη σειρά “Αναλογικά ΙΙ”, κατασκευές σε ξύλο βαμμένο συνήθως γαλάζιο, που προκύπτουν από συνδυασμούς ημικυκλίων με ορθές γωνίες. Από το 1982 τα ημικύκλια έδωσαν τη θέση τους σε καμπύλες στη σειρά “Αναλογικά ΙΙΙ”, καταλήγοντας σε ένα περίοπτο έργο, τη “Συνάρτηση VII” (1982-1984), που καταλαμβάνει δυναμικά το χώρο.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878. Την ίδια χρονιά έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής ο Χαλεπάς εμπνέεται τα θέματά του από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με το κλασικιστικό πνεύμα που επικρατούσε στην ελληνική γλυπτική το 19ο αιώνα. Ο “Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα” είναι ένα έργο χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή. Είναι επίσης η πρώτη από δώδεκα ανάλογες συνθέσεις που δούλεψε ο γλύπτης.

Στην πρώτη αυτή παραλλαγή ο Χαλεπάς φιλοτεχνεί μια σύνθεση που φανερώνει τις εξαιρετικές δυνατότητές του• μια σύνθεση ανοιχτή, πολυαξονική, με έντονη κίνηση, όπως εκείνες της ελληνιστικής περιόδου, και με πολλές γωνίες θέασης, ένα στοιχείο που θα χαρακτηρίζει πάντα τα έργα του. Τα κλασικιστικά στοιχεία αναγνωρίζονται στα γυμνά σώματα, στην απόδοση των ματιών χωρίς κόρη και ίριδα και στην απαλή, σχεδόν άψογα λειασμένη επιφάνεια του μαρμάρου, που αφήνει το φως να κυλάει ήσυχα. Το τρυφερό σώμα του Έρωτα προβάλλεται πάνω στη σκιά του στήθους του Σάτυρου. Αντίθετα με πολλές παραστάσεις που απεικονίζουν τους σάτυρους σαν γέρους δύσμορφους και απωθητικούς, ο Χαλεπάς λαξεύει μια μορφή εφήβου, ενώ τα μόνα στοιχεία που θυμίζουν τη διπλή του υπόσταση είναι η μικρή ουρά στη βάση της σπονδυλικής στήλης, τα μυτερά αυτιά και τα δυο μικρά κέρατα που μόλις διακρίνονται ψηλά στο μέτωπο.

Η πρώτη εντύπωση που δημιουργεί η σύνθεση είναι ότι πρόκειται για μια σκηνή χαρούμενη, γεμάτη αθωότητα και ανεμελιά. Αν όμως παρατηρήσει κανείς το έργο πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι αυτή η διάχυτη ανάλαφρη ατμόσφαιρα είναι μάλλον επιφανειακή. Το χαμόγελο του Σάτυρου είναι περιπαιχτικό και η έκφρασή του σκληρή και κοροϊδευτική. Ο μικρός Έρωτας μάταια προσπαθεί να φτάσει το σταφύλι.

Για πρώτη φορά υποδηλώνεται πιθανόν εδώ η σχέση του γλύπτη με τον πατέρα του, ο οποίος εξαρχής είχε αντιταχθεί στην καλλιτεχνική κλίση του γιου του. Από το 1918 ως το 1936 ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε έντεκα ακόμα συνθέσεις με θέμα τον Σάτυρο και τον έρωτα, σε πηλό ή γύψο. Οι συνθέσεις αυτές αποτυπώνουν, κατά μία άποψη, την εξέλιξη της σχέσης του Χαλεπά με τον πατέρα του και τη σταδιακή απεξάρτησή του από αυτόν.

Η Αφροδίτη Λίτη από την αρχή αναζήτησε τις πηγές της έμπνευσής της στη φύση. Ξεκινώντας από την εξονυχιστική παρατήρησή της, μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε υπερμεγέθεις παραστατικές εικόνες του φυσικού κόσμου, που αναπτύσσονται στο έδαφος ή αιωρούνται, και δημιουργεί άλλοτε μια ποιητική, ονειρική ατμόσφαιρα με φύλλα, καρπούς, λουλούδια, σκαθάρια, σαύρες, κλαδιά και δέντρα με πουλιά ή φυσικά στιγμιότυπα και άλλοτε μια εικόνα διαμαρτυρίας ενάντια στην καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου.

Το “Φτερό με πουλιά” είναι μια από τις χαρακτηριστικές δημιουργίες της, εμπνευσμένη από το θρησκευτικό ποίημα “Το Συνέδριο των Πουλιών” του πέρση ποιητή του 12ου αιώνα Φαρίντ-Ουντίν-Αττάρ, και αποτελεί μέρος της ενότητας έργων “Το συνέδριο των πουλιών και των καρπών”.

Το 1918, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων αποκλίνουσας συμπεριφοράς που οδήγησαν στον δεκατετράχρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά. Την περίοδο αυτή ο Χαλεπάς εμφανίζει ένα ύφος τελείως διαφορετικό: ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο, ανεξάρτητο από τα ακαδημαϊκά διδάγματα, που έχει οδηγό την αρχαία ελληνική τέχνη. Επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων, γιατί δεν τον ενδιαφέρει η λεπτομερής επεξεργασία, η εκλέπτυνση ή η ωραιοποίηση. Οι μορφές του γίνονται εσωστρεφείς (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), στιβαρές και επιβλητικές (“Μήδεια ΙΙΙ”), μερικές φορές σχεδόν ιερατικές (“Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Με ελάχιστα μέσα δίνει τον τόνο στη στάση του σώματος ή την έκφραση του προσώπου και μετατρέπει τα έργα σε ψυχογραφήματα (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Αναπαυομένη”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Επιπλέον, διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς (“Μήδεια ΙΙΙ”), εμπλουτίζουν συχνά το κεντρικό θέμα και δίνουν μια σουρεαλιστική χροιά στο σύνολο. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλές συνθέσεις ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί εσωτερικό σκελετό, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”, “Μήδεια ΙΙΙ”), μορφές εμπνευσμένες από το αστικό περιβάλλον ή το χωριό του (“Θεριστής”, “Κυνηγός”), γυναικεία γυμνά (“Αναπαυομένη”, “Μικρή αναπαυομένη”), μορφές συνδυασμένες σε διαφορετική κλίμακα, αλλά και τα χαρακτηριστικά όσο και δυσερμήνευτα διμέτωπα έργα (“Το μυστικό”, “Η σκέψη”, “Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), επιλέγοντας θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.

Το έργο είναι εμπνευσμένο από το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη “Τεχνητά άνθη”

Κ.Π. Καβάφης
Τεχνητά άνθη

Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους – μηδέ κρίνοι
μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά.
Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει
η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη –
τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.

Δώστε με άνθη τεχνητά – οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου –
που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.
άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,
που Θεωρίες, και Ρυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.

Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,
της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά
με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,
και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,
με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.

Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία•
μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες τες λάσπες ρυπαρά.
Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ’ ευωδία,
θα κάψουμ’ εμπροστά των μύρα αισθηματικά.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η “Κοιμωμένη” είναι το πιο γνωστό έργο του Χαλεπά στο ευρύ κοινό. Η πρωτότυπη σύνθεση σε μάρμαρο έγινε για τον τάφο της δεκαοχτάχρονης Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική. Ο Χαλεπάς όμως αποφεύγει την απόλυτη ακαμψία με το λυγισμένο πόδι και την ελαφρά στροφή του κεφαλιού. Η πλαστική απόδοση της σάρκας αλλά και της διαφορετικής υφής των υφασμάτων και του σεντονιού χαρίζουν ιδιαίτερη ζωντάνια στο έργο. Το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας έχει μια έκφραση ηρεμίας. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα, μοιάζει παραδομένη σε ένα γαλήνιο ύπνο. Η στάση της αποδίδεται με απόλυτη φυσικότητα, ενώ οι πτυχώσεις των υφασμάτων είναι δουλεμένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στον κόσμο των νεκρών είναι ο σταυρός που κρατάει στο στήθος. Το στοιχείο αυτό συνδέει τη σύνθεση με την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και με τις αντιλήψεις των κλασικιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια. Οι κλασικιστές θεωρούσαν το θάνατο έναν αιώνιο ύπνο χωρίς όνειρα.

Το εκμαγείο της σύνθεσης έγινε το 1980 από συνεργείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο και στο δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη. Ήταν μια προσπάθεια να διασωθούν από τη φθορά, λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο ύπαιθρο, ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Ο Απάρτης φιλοτέχνησε την ανάγλυφη αυτή στήλη ανταποκρινόμενος σε μια παραγγελία για μνημείο των Προσκόπων της Σμύρνης που βασανίστηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το μνημείο όμως δεν εγκρίθηκε από τους παραγγελιοδότες γιατί απεικόνιζε μια γυμνή ανδρική μορφή. Το 1983 το ανάγλυφο τοποθετήθηκε στην είσοδο του τότε κτηρίου της Ασφαλιστικής Εταιρείας ΑΣΤΗΡ, στην οδό Μέρλιν 6, όπου άλλοτε βρίσκονταν τα κρατητήρια της ΓΚΕΣΤΑΠΟ, με την επιγραφή «ΕΔΩ ΗΤΑΝΕ ΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΓΚΕΣΤΑΠΟ 1941-1944». Συναντάται επίσης με τους τίτλους «Ο Δεσμώτης», «Ο μάρτυρας», «Το θύμα» και «Νάναι Λεύτερη η Γη που Πατής».

Ο Απάρτης, θέλοντας να κάνει ένα έργο-σύμβολο όλων των νέων που θυσιάστηκαν για ένα ιδανικό, αξιοποιεί το πρότυπο του «Ποδηλάτη» (1907) του Αριστίντ Μαγιόλ, στοιχεία από τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες, αλλά και την κλίση του κεφαλιού, που, σε έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Ροντέν και του Μπουρντέλ, δηλώνει την εσωτερική αγωνία και το θάνατο.