Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τον πίνακα αυτό με τον «Άρειο Πάγο» του Πολυχρόνη Λεμπέση, για να διαπιστώσουμε πώς δύο ζωγράφοι που προέρχονταν από διαφορετικές σχολές, από το Μόναχο ο Λεμπέσης, από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες ο Πανταζής, αποδίδουν τον ιστορικό βράχο του Αρείου Πάγου μια καλοκαιρινή μέρα. Ας δούμε πρώτα τα κοινά στοιχεία: και οι δύο πίνακες έχουν την ίδια κυρίαρχη χρωματική τονικότητα που στηρίζεται στο διάλογο ανάμεσα στις χρυσοκίτρινες ώχρες του βράχου και στο γκριζογάλαζο του ουρανού. Οι σκιές και στους δύο πίνακες είναι μοβ. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ζωγράφοι γνωρίζουν την ιμπρεσιονιστική «συνταγή». Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά; Στη «γραφή», στην πινελιά και στην απόδοση του όγκου των πραγμάτων. Η γραφή του Λεμπέση είναι προσεκτική, σχεδιάζει και αποδίδει κάθε λεπτομέρεια του θέματος. Ο βράχος, πάλι, διατηρεί όλη τη στερεότητά του, είναι συμπαγής. Ας δούμε τώρα πώς αποδίδει ο Πανταζής, ως πιο γνήσιος ιμπρεσιονιστής, το θέμα του. Η τεχνική του είναι τελείως διαφορετική. Εδώ βλέπουμε τις ελεύθερες πινελιές που «κτίζουν» τη φόρμα. Ο βράχος δεν περισφίγγεται από ένα κλειστό περίγραμμα, αλλά είναι μια ανοικτή φόρμα. Προσέξτε επίσης τον ουρανό και τα σύννεφα που είναι ζωγραφισμένα με πολύ γρήγορες και ελεύθερες πινελιές. Βέβαια, στο ξηρό φως της Αττικής οι μορφές διατηρούν το σχήμα τους και σχεδιάζονται με ευκρίνεια. Έτσι, δεν ξέρει κανείς ποιος πίνακας αποδίδει πιο πιστά την πραγματικότητα.
Το υπέροχο αυτό έργο, που αποκτήθηκε το 2002 από την Εθνική Πινακοθήκη, μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο ελεύθερα «ιμπρεσιονιστικά» επιτεύγματα του Βολανάκη. Ζωγραφίστηκε στο Μόναχο και παρουσιάζει το μάζεμα των διχτυών από τους ψαράδες την ώρα της ανατολής. Η βάρκα και οι ψαράδες είναι σκοτεινοί, διότι το φως έρχεται από πίσω, από το βάθος του πίνακα. Ουρανός και κύματα είναι πλημμυρισμένα από το φως, που αποδίδεται με πορτοκαλί και ιώδεις τόνους. Η πινελιά είναι ελεύθερη και ολόκληρο το έργο πάλλεται από ζωντάνια.
Ο πίνακας αυτός και ο «Άρειος Πάγος» του Περικλή Πανταζή φιλοτεχνήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1880, και επειδή οι δημιουργοί τους ήταν φίλοι, ίσως ζωγραφίστηκαν παράλληλα, όπως το συνήθιζαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι. Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τους δύο πίνακες, για να διαπιστώσουμε πώς δύο ζωγράφοι που προέρχονταν από διαφορετικές σχολές, από το Μόναχο ο Λεμπέσης, από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες ο Πανταζής, αποδίδουν τον ιστορικό βράχο του Αρείου Πάγου μια καλοκαιρινή μέρα. Ας δούμε πρώτα τα κοινά στοιχεία: και οι δύο πίνακες έχουν την ίδια κυρίαρχη χρωματική τονικότητα που στηρίζεται στο διάλογο ανάμεσα στις χρυσοκίτρινες ώχρες του βράχου και στο γκριζογάλαζο του ουρανού. Οι σκιές και στους δύο πίνακες είναι μοβ. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ζωγράφοι γνωρίζουν την ιμπρεσιονιστική «συνταγή». Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά; Στη «γραφή», στην πινελιά και στην απόδοση του όγκου των πραγμάτων. Η γραφή του Λεμπέση είναι προσεκτική, σχεδιάζει και αποδίδει κάθε λεπτομέρεια του θέματος. Ο βράχος, πάλι, διατηρεί όλη τη στερεότητά του, είναι συμπαγής. Ας δούμε τώρα πώς αποδίδει ο Πανταζής, ως πιο γνήσιος ιμπρεσιονιστής, το θέμα του. Η τεχνική του είναι τελείως διαφορετική. Εδώ βλέπουμε τις ελεύθερες πινελιές που «κτίζουν» τη φόρμα. Ο βράχος δεν περισφίγγεται από ένα κλειστό περίγραμμα, αλλά είναι μια ανοικτή φόρμα. Προσέξτε επίσης τον ουρανό και τα σύννεφα που είναι ζωγραφισμένα με πολύ γρήγορες και ελεύθερες πινελιές. Βέβαια, στο ξηρό φως της Αττικής οι μορφές διατηρούν το σχήμα τους και σχεδιάζονται με ευκρίνεια. Έτσι, δεν ξέρει κανείς ποιος πίνακας αποδίδει πιο πιστά την πραγματικότητα.
Ο Ιωάννης Αλταμούρας, αφού τελείωσε το Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη της Δανίας με την ενθάρρυνση του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Παρόλο που πέθανε πολύ νέος, μόλις 26 χρονών, πρόλαβε να ζωγραφίσει μερικούς πίνακες που μπορούν να θεωρηθούν ως γνήσια προϊμπρεσιονιστικά έργα. Ένας από τους πίνακες αυτούς είναι και το “Λιμάνι της Κοπεγχάγης” που ζωγραφίστηκε το 1874, τη χρονιά δηλαδή που οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι οργάνωσαν την πρώτη τους ομαδική έκθεση στο Παρίσι. Στον πίνακα αυτό η παραλία της Κοπεγχάγης, με τα αχνογραμμένα κτήρια, τους πύργους, τις καμινάδες που καπνίζουν και τα μεγάλα αγκυροβολημένα καράβια, σχηματίζει μια οριζόντια σκοτεινή γραμμή που μοιράζει τη ζωγραφική επιφάνεια στα δύο. Το ένα τρίτο καταλαμβάνει η θάλασσα, όπου λάμνει μια σκοτεινή βάρκα, και τα δύο τρίτα τα καταλαμβάνει ένας ουρανός με σύννεφα που βρίσκονται σε μεγάλη κινητικότητα. Νερά και ουρανός είναι πρωταγωνιστές της εικόνας. Στην πραγματικότητα αυτό που πρωταγωνιστεί εδώ είναι ο χρόνος που τρέχει και αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη τα φαινόμενα του κόσμου. Για να συλλάβει αυτά τα φευγαλέα φαινόμενα ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μια γρήγορη πινελιά που καταγράφει τις αλλαγές των χρωμάτων και τους ιριδισμούς τους πάνω στα κύματα. Προσέξτε πόσα χρώματα έχουν τα σύννεφα στον ουρανό και προσπαθήστε να ανακαλύψετε τις αντίστοιχες αντανακλάσεις τους πάνω στη θάλασσα. Κυριαρχούν τα συμπληρωματικά ζεύγη μπλε-γκρι, πορτοκαλιά-ώχρες και ιώδη.
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης είναι ο πιο σημαντικός Έλληνας θαλασσογράφος του 19ου αιώνα. Ζωγράφισε κυρίως τοπία σε παραλίες, πλοιογραφίες, ψαράδικες βάρκες, καθώς και ιστορικά θέματα με ναυμαχίες. Το έργο αυτό έχει ένα διαφορετικό θέμα. Έχουμε μια σκηνή τσίρκου, από αυτές που οργανώνονταν και οργανώνονται ακόμη και σήμερα στο Μόναχο τον Οκτώβριο (στο Oktoberfest). Από τις κατάμεστες από κόσμο κερκίδες ενός αυτοσχέδιου θεάτρου οι θεατές παρακολουθούν τα «ακροβατικά» που εκτελούν δύο ελέφαντες σε μια κυκλική εξέδρα, υπό τις εντολές ενός θηριοδαμαστή. Οι θεατές, που κάθονται στο πρώτο επίπεδο, ντυμένοι με πολύχρωμα ρούχα εποχής και καπέλα, προβάλλονται σαν σκοτεινές σκιές, ενώ πίσω τους το αριστερό τμήμα του αμφιθεάτρου φωτίζεται έντονα και κάνει το πολύχρωμο πλήθος να λάμπει με ποικίλα χρώματα. Η δεξιά πλευρά, που βρίσκεται στη σκιά, έχει σκοτεινούς τόνους. Το έργο έχει ζωγραφιστεί με ελεύθερες πινελιές καθαρού χρώματος, που αποδεικνύουν ότι ο Βολανάκης γνώριζε ήδη τις ιμπρεσιονιστικές έρευνες των γάλλων ζωγράφων. Πράγματι το 1869 το κίνημα του Υπαιθρισμού και του Ιμπρεσιονισμού είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστό στο Μόναχο. Ανάλογους πίνακες με πλήθη είχαν ζωγραφίσει ο Μανέ και ο Ρενουάρ στο Παρίσι.