Ο Βαυαρός ζωγράφος Λουδοβίκος Θείρσιος ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές του Σχολείου των Τεχνών. Το μοντέλο του εδώ είναι μία σπουδαία γυναίκα, η Κλεονίκη Γενναδίου, μια από τις πρώτες Ελληνίδες ζωγράφους και γλύπτριες. Είναι ντυμένη κομψά και κρατάει στο αριστερό της χέρι ένα βιβλίο, πιθανότατα ποίησης, στοιχείο που υποδηλώνει ότι ήταν μορφωμένη, λογία.
Για πρώτη φορά η μορφή τοποθετείται στο ύπαιθρο: ο βράχος δεξιά, η θάλασσα, ένα νησί στο βάθος, ο γαλανός ουρανός με τα πορτοκαλόχρωμα σύννεφα θυμίζουν Ελλάδα. Η Κλεονίκη Γενναδίου, με τη ρομαντική ομορφιά και το ονειροπόλο βλέμμα, αντιπροσωπεύει τον τρόπο που ένας ξένος ζωγράφος έβλεπε την ιδανική Ελληνίδα καλλονή.
Ο Κρητικός ζωγράφος Νικόλαος Κουνελάκης σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, αλλά έζησε και εργάστηκε στη Φλωρεντία. Εκεί επηρεάστηκε από τους κλασικούς της Αναγέννησης, όπως ο Ραφαέλλο, αλλά και από τον σύγχρονό του γαλλικό Νεοκλασικισμό του ζωγράφου Ενγκρ, που είχε σχέση με τη Φλωρεντία· και οι δύο αυτοί καλλιτέχνες, Ραφαέλλο και Ενγκρ, αναζητούν την ιδανική μορφή.
Η Ζωή Καμπάνη ήταν η αρραβωνιαστικιά του ζωγράφου. Την απεικονίζει σε ένα σκοτεινό ουδέτερο φόντο, τη στιγμή που δοκιμάζει το δαχτυλίδι των αρραβώνων και το βλέμμα της, ονειροπόλο, μοιάζει βυθισμένο στην τρυφερή προσδοκία του έρωτα. Ένα ανοικτό ερωτικό γράμμα πάνω στο τραπεζάκι με το ανθοδοχείο είναι το μόνο συμπληρωματικό στοιχείο της εικόνας. Το ωραίο πρόσωπο της κοπέλας, ζωγραφισμένο με ένα μαλακό πλάσιμο, και το απλό γαλάζιο φόρεμά της υπογραμμίζουν τον κλασικό χαρακτήρα του έργου.
Μια γοητευτική και πολυσήμαντη σύνθεση εγκαινιάζει το κεφάλαιο της πρώιμης ελληνικής προσωπογραφίας. Ένας πίνακας αγνώστου καλλιτέχνη μας καλεί να επισκεφτούμε το εργαστήριο ενός νεαρού Έλληνα ζωγράφου. Είναι ντυμένος με νησιώτικη φορεσιά, κάθεται μπροστά στο καβαλέτο του και βάζει τις τελευταίες πινελιές πάνω σε ένα ανδρικό πορτρέτο. Το μοντέλο, ένας φραγκοφορεμένος νέος με παπιγιόν, στέκεται όρθιος και παρατηρεί με προσοχή το είδωλό του στον πίνακα. Ένας νεαρός, μάλλον μαθητευόμενος ζωγράφος, ντυμένος και αυτός με νησιώτικη φορεσιά και σκούφο, κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στο μοντέλο και στην εικόνα του, για να διαπιστώσει την ομοιότητα. Ίσως πρόκειται για νεαρούς σπουδαστές του Σχολείου των Τεχνών, που είχε μόλις ιδρυθεί, οι οποίοι ασκούνται στο νέος είδος της προσωπογραφίας.
Στο οικογενειακό αυτό πορτρέτο κρύβεται μια αλληγορία. Ο ζωγράφος ζούσε στη Φλωρεντία, όπου ήταν ακόμη ζωντανός ο απόηχος μιας φιλολογικής συζήτησης γύρω από το θέμα της ισοτιμίας των Καλών και Ελευθέρων Τεχνών: Ήταν οι Καλές Τέχνες (η ζωγραφική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική) ισότιμες με τις ευγενείς Ελεύθερες Τέχνες; Ο ζωγράφος δίνει την απάντησή του με αυτό τον πίνακα, βάζοντας να συγκατοικήσουν οι Καλές με τις Ελεύθερες Τέχνες. Ο ίδιος ο ζωγράφος είναι το σύμβολο της τέχνης της ζωγραφικής, ο τρούλος της καθεδρικής της Φλωρεντίας, που βλέπουμε να ζωγραφίζει πάνω στον πίνακα, παραπέμπει στην αρχιτεκτονική, ενώ βεβαίως θυμίζει και τον τόπο που κατοικούσε ο ζωγράφος. Η προτομή μιας αρχαίας Μούσας που βλέπουμε αριστερά εκφράζει τη γλυπτική. Οι τρεις αυτές καλές τέχνες συνυπάρχουν με την ποίηση (τη συμβολίζει το μικρό βιβλίο που κρατάει η πεθερά του ζωγράφου Ευφημία Καμπάνη), ενώ η γυναίκα του Ζωή Καμπάνη σημειώνει νότες, παραπέμποντας στη μουσική. Η σύνθεση, πολύ καλά οργανωμένη, εμπνέεται από αναγεννησιακά πρότυπα. Η Ζωή Καμπάνη είναι βαριά άρρωστη από φυματίωση και έμελλε σε λίγο να πεθάνει.
Ο Κριεζής, γόνος γνωστής οικογένειας Υδραίων ναυτικών, σπούδασε στο Παρίσι ζωγραφική και χαρακτική. Στην τέχνη του αναμιγνύει, όπως και ο Πίτζε, στοιχεία λαϊκότροπα με στοιχεία ακαδημαϊκά. Αντίθετα όμως από τον Πίτζε, χρησιμοποιεί το καφετί χρώμα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και πλάθει τον όγκο με το σκιοφωτισμό.
Ο “Ψαριανός καπετάνιος” ποζάρει καμαρωτός μετωπικά, κοιτάζει το θεατή και κρατάει στα δάχτυλά του ένα αναμμένο τσιγάρο. Φοράει δε την παραδοσιακή νησιώτικη φορεσιά του. Από το ανοιχτό παράθυρο διακρίνουμε ένα ιστιοφόρο πλησίστιο. Το εμβληματικό αυτό στοιχείο παραπέμπει στην ασχολία του εικονιζομένου, που ήταν καπετάνιος.
Ο Φραντσέσκο Πίτζε, ο Τυρολέζος ζωγράφος που έδρασε στην Ελλάδα, μας άφησε την ωραιότερη πινακοθήκη της κοινωνίας των Ελλήνων στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας. Τα πρόσωπα απεικονίζονται μετωπικά ή στα τρία τέταρτα, κοιτάζουν το θεατή, φορούν τις παραδοσιακές εθνικές τους φορεσιές και περιβάλλονται είτε από διακοσμητικά είτε από εμβληματικά στοιχεία, τα οποία συμβολίζουν το επάγγελμα και την κοινωνική τους θέση.
Η Κυριακούλα Βούλγαρη ήταν σύζυγος του Αντωνίου Κριεζή, που κατέλαβε υψηλότατα πολιτικά αξιώματα, ενώ η ίδια ανήκε στην ακολουθία της βασίλισσας Αμαλίας. Ένα από τα κοσμήματά της με τα βασιλικά διάσημα μας το υπενθυμίζει.
Αυτό που χαρακτηρίζει το ύφος του Πίτζε είναι η ακρίβεια όταν ζωγραφίζει τα πρόσωπα ή τα χέρια. Μια ακρίβεια και καθαρότητα που θυμίζει φλαμανδικά πορτρέτα του 15ου αιώνα ή τις προσωπογραφίες ενός μεγάλου νεοκλασικού Γάλλου ζωγράφου, του Ενγκρ. Όταν όμως ζωγραφίζει τα στολίδια, τα κεντήματα, τα κοσμήματα, με κάθε λεπτομέρεια, μοιάζει με ναΐφ, δηλαδή με ασπούδαχτο ζωγράφο. Συχνά ξεχνά τον όγκο, την προοπτική. Προσέξτε πώς ζωγραφίζει τα λουλούδια στη μαντίλα της Κυριακούλας Βούλγαρη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Πίτζε είναι ότι δεν χρησιμοποιεί το καφετί χρώμα που χρησιμοποιούν συνήθως οι ακαδημαϊκοί ζωγράφοι. Γι’ αυτό τα χρώματά του είναι καθαρά και λαμπερά.