Η “Επιτύμβια σύνθεση Γ” αντιπροσωπεύει μια ακόμη επιβλητική επιτύμβια σύνθεση του ζωγράφου. Μια κοπέλα γυμνή, νεκρή ή ετοιμοθάνατη, είναι ξαπλωμένη στη στάση της Δανάης, όπως την έχουν απεικονίσει ζωγράφοι της Αναγέννησης, όπως ο Τιτσιάνο. Ένας άγγελος με μαύρα φτερά ετοιμάζεται να την καλύψει με ένα λευκό σεντόνι-σάβανο. Και εδώ ο αβαθής χώρος ορίζεται από κάθετες και οριζόντιες. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης οργανώνονται σε γεωμετρικά σχήματα. Το πλάσιμο ακολουθεί και πάλι τη βυζαντινή συνταγή. Σκούροι προπλασμοί, ανοίγματα και φώτα. Κυριαρχούν τα καφετιά, οι σιένες, οι ώχρες, τα λευκά. Κλασικό αίσθημα, συναισθηματική απόσταση –δηλαδή ο ζωγράφος δεν εκφράζει τα συναισθήματά του–, μνημειακότητα, σιωπή, νηφάλια θλίψη, στοχασμός πάνω στον έρωτα και το θάνατο, συνθέτουν το χαρακτήρα ενός αυθεντικού αριστουργήματος.

Η “Έγκυος γυναίκα” απεικονίζει τη γλύπτρια Μπούμπα Λυμπεράκη, σύζυγο πλέον του καλλιτέχνη, ενώ εγκυμονεί το γιο τους. Κάθεται σε έναν αβαθή χώρο, που ορίζεται από επίπεδα παράλληλα με την επιφάνεια του πίνακα, χαρακτηριστικά της κλασικής τέχνης. Η έγκυος γυναίκα είναι ντυμένη με μια αυστηρή μαύρη ρόμπα, με βιολέ τονικότητα. Με το δεξί της χέρι κρατάει ένα μήλο, σύμβολο της γονιμότητας, ενώ με το αριστερό ακουμπάει στην κοιλιά της με μια προστατευτική κίνηση, που τονίζει την προχωρημένη εγκυμοσύνη της. Το βλέμμα της, υπνωτισμένο, βυθίζεται στο άπειρο, σαν να στοχάζεται το μυστήριο της ζωής που κυοφορεί. Ο τρόπος που έχει ζωγραφιστεί το δάπεδο, η γεωμετρική οργάνωση του βάθους, όπου κυριαρχούν οι κάθετες γραμμές, η λιτή γεωμετρική απόδοση της μορφής, η οικονομία στη χρωματική σύνθεση δίνουν σε αυτό το έργο ένα χαρακτήρα κλασικό. Χωρίς να παύει να είναι ολόσωμο πορτρέτο ενός συγκεκριμένου και, μάλιστα, προσφιλούς προσώπου, η “Έγκυος γυναίκα” ανάγεται σε υπερχρονικό σύμβολο της γονιμότητας. Ένα άλλο αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό της τέχνης του Μόραλη, που επίσης ανήκει στα γνωρίσματα του κλασικού, είναι η συναισθηματική απόσταση του ζωγράφου από το θέμα του, ακόμη και αν πρόκειται για πολύ οικεία θέματα.

Η “Σύνθεση Α” εισάγει, σύμφωνα με την ομολογία του ζωγράφου, στη σειρά με τα “Επιτύμβια”. Ο ζωγράφος έχει αποκαλύψει ότι τη σκηνή αυτή την ονειρεύτηκε και μόλις ξύπνησε την αποτύπωσε στο χαρτί, για να την επεξεργαστεί αργότερα. Τα “Επιτύμβια” εμπνέονται από τις αττικές επιτύμβιες στήλες, με τις οποίες μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: στις αρχαίες στήλες απεικονίζονται δύο ή τρεις μορφές –η μία είναι καθιστή και ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο– σε έναν αβαθή χώρο. Η στάση τους είναι στοχαστική και εκφράζει συγκρατημένη θλίψη. Στα επιτύμβια του Μόραλη πρωταγωνιστούν αποκλειστικά γυναίκες νεαρής ηλικίας, όπως και σε όλη τη ζωγραφική του. Μια άλλη πηγή έμπνευσης είναι η πομπηϊανή “Βίλα των Μυστηρίων”.
Εδώ ο χώρος ορίζεται από το πλαίσιο της πόρτας και έναν καθρέφτη κρεμασμένο στον τοίχο. Το βάθος του είναι τόσο όσο για να χωράει το τραπεζάκι πάνω στο οποίο ακουμπάει το καθιστό, στοχαστικό και λυπημένο κορίτσι. Η άλλη γυμνή κοπέλα έχει κιόλας μισανοίξει την πόρτα και ετοιμάζεται να φύγει. Έτσι υποδηλώνεται η ιδέα του θανάτου ίσως. Το έργο έχει σκιτσαριστεί με δυνατά και σίγουρα περιγράμματα που υποβάλλουν και τον όγκο, αφού απουσιάζει εντελώς ο σκιοφωτισμός. Η χρωματική αρμονία, με τον βυσσινί τοίχο και την κίτρινη ώχρα της πόρτας, όπου προβάλλεται έντονα η ανοιχτόχρωμη ροζ σάρκα των γυμνών σωμάτων, είναι λιτή και δραστική.

Ο Γιώργος Μπουζιάνης σπούδασε στο Μόναχο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί, όπου το έργο του αναγνωρίστηκε. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά του Εξπρεσιονισμού, αλλά το έργο του συνδέεται περισσότερο με ανεξάρτητους Εξπρεσιονιστές όπως ο Αυστριακός Κοκόσκα, ή ο Γάλλος Σουτίν. Μολονότι ζωγράφισε και άλλα θέματα όπως νεκρές φύσεις και τοπία, στα έργα του δεσπόζει η ανθρώπινη μορφή. Με έντονες εκφραστικές παραμορφώσεις και με μια γραφή που μοιάζει με παλίμψηστο, ο ζωγράφος καταφέρνει να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία, την ανθρώπινη μοίρα την τελεσίδικη φθορά και τον θάνατο. Οι μορφές του σχεδιάζονται με πλατειές πινελιές που χωνεύουν μέσα σ’ ένα κυκεώνα από χρώματα. Η όσμωση φόρμας και χώρου είναι τόσο έντονη που η μορφή μοιάζει να γεννιέται από μια επώδυνη χρωματική γέενα, από μια αναταραχή που προδίδει έντονο ψυχισμό και συγκινησιακή φόρτιση. Ο Μπουζιάνης χρησιμοποιεί πολύ σπάνιες και εντελώς δικές του χρωματικές αρμονίες. Το ύφος του προαγγέλλει ζωγράφους της αμερικανικής σχολής του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού όπως ο Ντε Κούνιγκ.

Ο Αγήνωρ Αστεριάδης ανήκει στους επιγόνους της Γενιάς του Τριάντα. Στους καλλιτέχνες που υιοθέτησαν την ιδεολογική άποψη ότι για τη δημιουργία μιας γνήσιας ελληνικής τέχνης πρέπει να συνδυάσουν το μάθημα της παράδοσης με τα διδάγματα της μοντέρνας τέχνης. Στην περίπτωση του Αστεριάδη, η παράδοση ταυτίζεται με τη βυζαντινή τέχνη, την οποία είχε μελετήσει αφού υπήρξε και αγιογράφος αλλά και τη λαϊκή ζωγραφική στην οποία είχε αφιερώσει και βιβλία.
Η μνημειακή του σύνθεση Πειραιάς είναι πολύ χαρακτηριστικό έργο επηρεασμένο από τη διακοσμητική λαϊκή ζωγραφική. Η χαρτογραφική ανάπτυξη του χώρου καταργεί την προοπτική και την τρίτη διάσταση. Το θέμα αναπτύσσεται κατακόρυφα με τα τρία λιμάνια του Πειραιά, να ξετυλίγονται ανοδικά από το Μικρολίμανο και τη Ζέα ως το μεγάλο κύριο εμπορικό λιμάνι. Τα σπίτια απεικονίζονται μετωπικά. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης σχηματοποιούνται και γίνονται διακοσμητικά στολίδια. Το βαθύ μπλε της θάλασσας συνομιλεί ζωηρά με τις ώχρες της γης, ενώ τα λευκά των σπιτιών προσθέτουν τον χαρούμενο τόνο τους στην σύνθεση, που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο μελωδικό ρυθμό.
Ανάλογες συνθέσεις και χρωματικές συμφωνίες συναντούμε στην Εικονογραφία του Αγώνα του Μακρυγιάννη, του Παναγιώτη και Δημητρίου Ζωγράφου.