Τα “Αρραβωνιάσματα των παιδιών” είναι ένα έργο που ζωγραφίστηκε σε δύο παραλλαγές και απέσπασε πολλές διακρίσεις, απεικονίζει δε ένα έθιμο από τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Οι γονείς αρραβώνιαζαν τα παιδιά από μικρά, ίσως για να τα προστατέψουν από το παιδομάζωμα. Στο εσωτερικό ενός χωριάτικου σπιτιού, που έχει ζωγραφιστεί με μεγάλη μαεστρία, ξετυλίγεται η χαρούμενη σκηνή σε ημικυκλική διάταξη. Στο κέντρο της σκηνής ο ιερέας έχει ήδη περάσει το δαχτυλίδι στο ξαφνιασμένο αγοράκι, ενώ το κοριτσάκι χαμηλοκοιτάζει ντροπαλό στο κάλεσμα του γέροντα να του φορέσει τον αρραβώνα. Οι γονείς και οι συγγενείς συμμετέχουν με χαρούμενη διάθεση στη σκηνή. Ένας όρθιος φουστανελοφόρος δεξιά κρατάει το δοχείο του κρασιού, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια νεροκολοκύθα, και είναι έτοιμος να επισφραγίσει με οινοποσία το γεγονός. Δεξιά ο ζωγράφος έχει τοποθετήσει ένα σωρό από σκεύη και πολύτιμα υφάσματα, που του δίνουν την ευκαιρία να δείξει τις ικανότητές του στο πλούσιο χρώμα και στην απόδοση της υφής των πραγμάτων, από τα γυαλιστερά χαλκώματα ως τα μετάξια. Κυριαρχούν οι θερμοί κοκκινόχρυσοι τόνοι και τα λευκά.

Το έργο ζωγραφίστηκε μετά το ταξίδι-προσκύνημα που πραγματοποίησε ο Γύζης στην Ελλάδα και την Ανατολή το 1872/3 με το φίλο, συμπατριώτη και δάσκαλό του Νικηφόρο Λύτρα. Εδώ αποτυπώνονται οι εντυπώσεις από τον πολύχρωμο κόσμο της Ανατολής, από τις πλούσιες φορεσιές και τα έθιμα του ελληνικού λαού.

Ο Νικηφόρος Λύτρας θεωρείται ο θεμελιωτής της Σχολής του Μονάχου και ως καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, όπου διορίστηκε το 1866, μετά την επιστροφή του από το Μόναχο, μόρφωσε γενιές Ελλήνων ζωγράφων.

Ας δούμε μια χαρακτηριστική ηθογραφική σκηνή του Νικηφόρου Λύτρα. Μια οικογένεια, ο πατέρας, η μάνα και τα δυο τους παιδιά επιστρέφουν από ένα πανηγύρι στην Πεντέλη. Είναι χειμώνας, αφού τα δέντρα είναι γυμνά. Όλοι φορούν τις γιορτινές τοπικές φορεσιές τους. Ο πατέρας κάθεται πάνω στο γαϊδουράκι, που είναι στολισμένο με πλουμιστές κουβέρτες και παίζει το λαγούτο. Από το σαμάρι κρέμεται ένα φλασκί για το κρασί. Η μάνα ακολουθεί πεζή με το μικρότερο παιδί στους ώμους, το οποίο κρατάει ένα κουλούρι από το πανηγύρι. Το μεγαλύτερο αγόρι περπατά πλάι στη μητέρα και συνοδεύει τους ήχους του λαγούτου με τη φλογέρα του. Ένα χαρούμενο σκυλί προηγείται της συντροφιάς. Η εύθυμη συντροφιά κατηφορίζει από το λόφο και κατευθύνεται προς το θεατή. Αισθανόμαστε ότι σε λίγο θα βγουν από το κάδρο και θα μπουν στο δικό μας πραγματικό χώρο. Το κέφι τους μας το μεταδίδουν κι εμάς: τα ζωηρά χρώματα, άσπρα, κόκκινα, μαύρα και χρυσαφιά ταιριάζουν με τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της σκηνής. Ο Νικηφόρος Λύτρας τη ζωγράφισε με πολύ μαεστρία και ακρίβεια, αποδίδοντας το χαρακτήρα και τα αισθήματα κάθε προσώπου.

Στο “Φίλημα” η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού. Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και το χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στο χώρο.