Πιο πολύ με όραμα που αναδύεται μέσα από μιαν ανάμνηση μοιάζει αυτή η γνώριμη, ψαράδικη καλύβα ακουμπισμένη σε ένα ήσυχο ακρογιάλι. Μια πορτοκαλοκόκκινη τέντα ρίχνει τη γαλάζια σκιά της πάνω στην ασβεστωμένη πρόσοψη. Μια γυναικεία μορφή ενσωματώνεται μέσα στη σκιά, έτσι που μόλις διακρίνεται. Μια ανοικτή πόρτα επιτρέπει στο ζωγράφο να προσθέσει στη σύνθεσή του μαύρο χρώμα, το οποίο δίνει ένταση και ζωντάνια στα άλλα χρώματα: στο λευκό του τοίχου, στην ώχρα της άμμου, στο κόκκινο της τέντας, στο βαθυγάλαζο του καλοκαιρινού ουρανού και της σκιάς. Ο γνώριμος διάλογος ψυχρών και θερμών χρωμάτων, που είναι και συμπληρωματικά μαζί, πρωταγωνιστεί και εδώ. Και τώρα προσέξτε τα σχήματα: πόσο είναι ρευστά, κυματιστά. Πουθενά δεν υπάρχει μια στέρεη, μια ευθεία γραμμή, ένα άκαμπτο σχήμα. Όλα μοιάζουν να ταλαντεύονται, να αναπνέουν. Είναι σαν να βλέπουμε ένα τοπίο σε αντικατοπτρισμό, με τα μάτια της ψυχής και της νοσταλγίας.
Ο Νικόλαος Λύτρας, ζωγραφίζοντας τη σύζυγό του, κατάφερε να φιλοτεχνήσει ένα από τα ωραιότερα πορτρέτα της μοντέρνας τέχνης. Και είναι ένα αριστούργημα, γιατί ο καλλιτέχνης μπόρεσε να συνδυάσει δύο αντινομικά στοιχεία: να κάνει ένα ψυχογράφημα αυτής της όμορφης θεληματικής γυναίκας, με το έντονο βλέμμα και τη χαρακτηριστική χειρονομία, και παράλληλα να δημιουργήσει έναν πολύ μοντέρνο πίνακα. Το πρόσωπο έχει πλαστεί με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ το μαύρο φόρεμα ζωγραφίστηκε με πλατιές παστόζικες πινελιές που δίνουν την αίσθηση του όγκου με την ίδια τη φορά τους, χωρίς διαβαθμίσεις του τόνου.
Ξαναβρίσκουμε εδώ το γνώριμο ύφος του Μιχάλη Οικονόμου. Η κατακόρυφη σύνθεση στηρίζεται σε μια διαγώνιο. Ένα δίπατο σπίτι ακουμπά σε έναν πελώριο βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Μια κόκκινη βάρκα είναι δεμένη στο ακρογιάλι. Μια γυναικεία φιγούρα, ενσωματωμένη και πάλι μες το τοπίο, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια ενός ανηφορικού δρόμου. Δεν υπάρχουν σκιές. Το χρωματικό σχήμα είναι αυτό που χρησιμοποιεί πάντα ο Μιχάλης Οικονόμου: λευκό, ώχρα, γαλάζιο, κόκκινο και λίγο μαύρο. Όλα ταλαντεύονται αιχμάλωτα μέσα σε σχήματα ρευστά, σε περιγράμματα σβησμένα, μουλιασμένα από την ατμόσφαιρα. Όλα κρατιούνται στην επιφάνεια, φωνάζοντας προς εμάς: είμαι μια ζωγραφιά, όχι μια «φωτογραφική» εικόνα του κόσμου.
Ο Μιχάλης Οικονόμου, όπως και οι άλλοι Έλληνες ζωγράφοι, επηρεάστηκαν από τους Γάλλους ζωγράφους που είχαν ιδρύσει την Ομάδα των Ναμπί. Ναμπί στα εβραϊκά σημαίνει μικρός προφήτης. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ζωγράφοι Πιερ Μποννάρ (1867 – 1947), Εντουάρ Βυγιάρ (1868 – 1940), Μωρίς Ντενί (1870 – 1943) κ.ά. Ζωγραφίζουν τοπία, εσωτερικά, νεκρές φύσεις, σκηνές της καθημερινής ζωής, με ενσωματωμένες μορφές, σαν να αποτελούν μέρος του χώρου, όπως ακριβώς κάνει και ο Μιχάλης Οικονόμου. Συχνά φορτίζουν τις εικόνες τους με συμβολικό περιεχόμενο. Κάπως έτσι πρέπει να εννοήσουμε και τις ζωγραφιές του Οικονόμου, σαν ένα ταξίδι στο χώρο των ονείρων.”