Ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγραφίζει το δίπτυχο με θέμα το Καφενείο «Νέον», που ακόμη υπάρχει στην Ομόνοια, στη δεκαετία 1956-1966. Προηγήθηκε η ημερήσια εκδοχή και ακολούθησε η νυχτερινή άποψη που σχολιάζουμε εδώ. Και στις δυο συνθέσεις ο ζωγράφος απεικονίζει το θέμα του, την πρόσοψη του καφενείου, μετωπικά, αποφεύγοντας την ψευδαίσθηση της προοπτικής. Ένα καφενείο στην Ομόνοια αποτελεί εμβληματικό θέμα για τον Τσαρούχη. Εκεί συχνάζουν οι «ήρωες» της ζωγραφικής του, οι ναύτες και οι λαϊκοί νέοι. Το καφενείο είναι η σκηνή όπου ξετυλίγονται τα λαϊκά δρώμενα που γοητεύουν τον ζωγράφο, χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της Γενιάς του Τριάντα. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που θέλησε να αναδείξει ο ζωγράφος σ’ αυτό το θέμα: η ίδια η αρχιτεκτονική διάταξη της πρόσοψης του καφενείου, το παιχνίδι ανάμεσα στα ορθογώνια ανοίγματα, πόρτες και παράθυρα, δημιουργεί ένα κάναβο που παραπέμπει στον Μόντριαν, τον πρωτοπόρο της γεωμετρικής αφαίρεσης. Ο Τσαρούχης δημιουργεί ένα συναρπαστικό παιχνίδι ανάμεσα στην αφαίρεση και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση.
Στο νυχτερινό καφενείο προστίθεται το στοιχείο του φωτισμού, τα λευκά, κίτρινα και πορτοκαλιά φώτα που εμψυχώνουν την μαύρη και γκρίζα γενική τονικότητα του πίνακα. Οι θαμώνες του καφενείου, μερικές μικρές σκοτεινές σιλουέτες, γίνονται εδώ δευτερεύον θέμα. Στην ημερήσια εκδοχή απουσιάζουν παντελώς. Τα δυο καφενεία του Τσαρούχη, ζωγραφισμένα με κλασική αυστηρότητα, είναι τα πιο αφαιρετικά, τα πιο μοντέρνα και τα πιο υπαινικτικά έργα του καλλιτέχνη.
Ο Αγήνωρ Αστεριάδης ανήκει στους επιγόνους της Γενιάς του Τριάντα. Στους καλλιτέχνες που υιοθέτησαν την ιδεολογική άποψη ότι για τη δημιουργία μιας γνήσιας ελληνικής τέχνης πρέπει να συνδυάσουν το μάθημα της παράδοσης με τα διδάγματα της μοντέρνας τέχνης. Στην περίπτωση του Αστεριάδη, η παράδοση ταυτίζεται με τη βυζαντινή τέχνη, την οποία είχε μελετήσει αφού υπήρξε και αγιογράφος αλλά και τη λαϊκή ζωγραφική στην οποία είχε αφιερώσει και βιβλία.
Η μνημειακή του σύνθεση Πειραιάς είναι πολύ χαρακτηριστικό έργο επηρεασμένο από τη διακοσμητική λαϊκή ζωγραφική. Η χαρτογραφική ανάπτυξη του χώρου καταργεί την προοπτική και την τρίτη διάσταση. Το θέμα αναπτύσσεται κατακόρυφα με τα τρία λιμάνια του Πειραιά, να ξετυλίγονται ανοδικά από το Μικρολίμανο και τη Ζέα ως το μεγάλο κύριο εμπορικό λιμάνι. Τα σπίτια απεικονίζονται μετωπικά. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης σχηματοποιούνται και γίνονται διακοσμητικά στολίδια. Το βαθύ μπλε της θάλασσας συνομιλεί ζωηρά με τις ώχρες της γης, ενώ τα λευκά των σπιτιών προσθέτουν τον χαρούμενο τόνο τους στην σύνθεση, που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο μελωδικό ρυθμό.
Ανάλογες συνθέσεις και χρωματικές συμφωνίες συναντούμε στην Εικονογραφία του Αγώνα του Μακρυγιάννη, του Παναγιώτη και Δημητρίου Ζωγράφου.
“