Ο Συμεών Σαββίδης ήταν γνήσιος Ανατολίτης, αφού είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Έτσι περιγράφει με αυθεντικό τρόπο το άναμμα του τσιμπουκιού, σαν μια τελετουργία. Η σκηνή ξετυλίγεται σε ένα χαρακτηριστικό εσωτερικό ενός πλούσιου παλατιού. Ο γέροντας με το σαρίκι και το πλούσιο καφτάνι περιμένει υπομονετικά το άναμμα του τσιμπουκιού, με το οποίο ασχολείται ο δούλος του με τα εξωτικά μογγολικά χαρακτηριστικά και τα πολύχρωμα μπαλωμένα ρούχα. Η φλόγα από το μαγκάλι και η αντανάκλαση από το κάρβουνο που φυσά ο υπηρέτης φωτίζουν το πρόσωπό του. Πρόκειται για ένα θέμα αγαπητό στους ζωγράφους από την Αρχαιότητα. Οι σκούροι καστανοί και κοκκινωποί τόνοι κυριαρχούν στη σκηνή, που αποπνέει σιωπή και αυτοσυγκέντρωση.

Ο Συμεών Σαββίδης είναι ο πιο αυθεντικός ιμπρεσιονιστής της Σχολής του Μονάχου και ίσως ο μόνος που αφομοίωσε πλήρως τη θεωρία του φωτός και του χρώματος αυτής της Σχολής· αυτό, διότι ο ίδιος έκανε έρευνες και μελέτησε τη φυσιολογία του φωτός, την ανάλυσή του στα χρώματα του φάσματος, και τη συνάρτηση φωτός-χρώματος μέσα στη φύση, ανάλογα με τις μεταβολές της ατμόσφαιρας. Μπροστά στον Κινέζικο Πύργο στο πάρκο του Μονάχου μια χαρούμενη συντροφιά από λευκοντυμένα παιδιά ξεφαντώνουν στριφογυρίζοντας γύρω από μια όμορφη κοπέλα με ομπρελίνο. Στο δεύτερο επίπεδο μυρμηγκιάζει ένα πολύχρωμο πλήθος. Ο ζωγράφος θέλησε να μας δώσει μια στιγμιαία «αρπαγή», ένα στιγμιότυπο, από έναν κυριακάτικο περίπατο στον κήπο του Μονάχου. Αισθανόμαστε το φως που πέφτει πάνω στα λευκά και τα πολύχρωμα φορέματα και τα ζωντανεύει. «Λιμνούλες» φωτός πέφτουν και πάνω στη χλόη. Τα λευκά αποδίδονται με ελαφρούς συμπληρωματικούς τόνους από γαλάζια και ώχρες, ενώ μόνο όπου πέφτει το φως, το λευκό είναι πράγματι ανόθευτο. Ο ίδιος έγραφε: «Εάν το άσπρο φουστάνι στη σκιά το έβρισκε ξαφνικά μια ηλιαχτίδα, τι θα συνέβαινε; Τότε, αυτό θα ήταν το πιο ανοιχτό σημείο όλου του συμβάντος στο έργο».

Ο Νικηφόρος Λύτρας θεωρείται ο θεμελιωτής της Σχολής του Μονάχου και ως καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, όπου διορίστηκε το 1866, μετά την επιστροφή του από το Μόναχο, μόρφωσε γενιές Ελλήνων ζωγράφων.

Ας δούμε μια χαρακτηριστική ηθογραφική σκηνή του Νικηφόρου Λύτρα. Μια οικογένεια, ο πατέρας, η μάνα και τα δυο τους παιδιά επιστρέφουν από ένα πανηγύρι στην Πεντέλη. Είναι χειμώνας, αφού τα δέντρα είναι γυμνά. Όλοι φορούν τις γιορτινές τοπικές φορεσιές τους. Ο πατέρας κάθεται πάνω στο γαϊδουράκι, που είναι στολισμένο με πλουμιστές κουβέρτες και παίζει το λαγούτο. Από το σαμάρι κρέμεται ένα φλασκί για το κρασί. Η μάνα ακολουθεί πεζή με το μικρότερο παιδί στους ώμους, το οποίο κρατάει ένα κουλούρι από το πανηγύρι. Το μεγαλύτερο αγόρι περπατά πλάι στη μητέρα και συνοδεύει τους ήχους του λαγούτου με τη φλογέρα του. Ένα χαρούμενο σκυλί προηγείται της συντροφιάς. Η εύθυμη συντροφιά κατηφορίζει από το λόφο και κατευθύνεται προς το θεατή. Αισθανόμαστε ότι σε λίγο θα βγουν από το κάδρο και θα μπουν στο δικό μας πραγματικό χώρο. Το κέφι τους μας το μεταδίδουν κι εμάς: τα ζωηρά χρώματα, άσπρα, κόκκινα, μαύρα και χρυσαφιά ταιριάζουν με τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της σκηνής. Ο Νικηφόρος Λύτρας τη ζωγράφισε με πολύ μαεστρία και ακρίβεια, αποδίδοντας το χαρακτήρα και τα αισθήματα κάθε προσώπου.

Στο “Φίλημα” η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού. Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και το χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στο χώρο.