Ο πίνακας αυτός και ο «Άρειος Πάγος» του Περικλή Πανταζή φιλοτεχνήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1880, και επειδή οι δημιουργοί τους ήταν φίλοι, ίσως ζωγραφίστηκαν παράλληλα, όπως το συνήθιζαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι. Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τους δύο πίνακες, για να διαπιστώσουμε πώς δύο ζωγράφοι που προέρχονταν από διαφορετικές σχολές, από το Μόναχο ο Λεμπέσης, από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες ο Πανταζής, αποδίδουν τον ιστορικό βράχο του Αρείου Πάγου μια καλοκαιρινή μέρα. Ας δούμε πρώτα τα κοινά στοιχεία: και οι δύο πίνακες έχουν την ίδια κυρίαρχη χρωματική τονικότητα που στηρίζεται στο διάλογο ανάμεσα στις χρυσοκίτρινες ώχρες του βράχου και στο γκριζογάλαζο του ουρανού. Οι σκιές και στους δύο πίνακες είναι μοβ. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ζωγράφοι γνωρίζουν την ιμπρεσιονιστική «συνταγή». Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά; Στη «γραφή», στην πινελιά και στην απόδοση του όγκου των πραγμάτων. Η γραφή του Λεμπέση είναι προσεκτική, σχεδιάζει και αποδίδει κάθε λεπτομέρεια του θέματος. Ο βράχος, πάλι, διατηρεί όλη τη στερεότητά του, είναι συμπαγής. Ας δούμε τώρα πώς αποδίδει ο Πανταζής, ως πιο γνήσιος ιμπρεσιονιστής, το θέμα του. Η τεχνική του είναι τελείως διαφορετική. Εδώ βλέπουμε τις ελεύθερες πινελιές που «κτίζουν» τη φόρμα. Ο βράχος δεν περισφίγγεται από ένα κλειστό περίγραμμα, αλλά είναι μια ανοικτή φόρμα. Προσέξτε επίσης τον ουρανό και τα σύννεφα που είναι ζωγραφισμένα με πολύ γρήγορες και ελεύθερες πινελιές. Βέβαια, στο ξηρό φως της Αττικής οι μορφές διατηρούν το σχήμα τους και σχεδιάζονται με ευκρίνεια. Έτσι, δεν ξέρει κανείς ποιος πίνακας αποδίδει πιο πιστά την πραγματικότητα.
Ο Ιωάννης Ζαχαριάς ή Ζαχαρίας ήταν ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης που έφυγε γρήγορα από τη ζωή και άφησε λίγα αλλά εκλεκτά έργα. Το αγόρι που βλέπουμε σε αυτό τον πίνακα είναι πιθανότατα σπουδαστής του Σχολείου των Τεχνών, γιατί μπορούσες τότε να εγγραφείς πολύ νέος. Το εσωτερικό, όπου κάθεται, περιβάλλεται από πίνακες και τελάρα, ενώ στα πόδια του βλέπουμε ανοικτό ένα ντοσιέ, από όπου έχει ανασύρει ένα σχέδιο και το εξετάζει με μεγάλη προσοχή. Το έργο αυτό είναι πολυσήμαντο. Πρώτα από όλα για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο ζωγράφος την καλλιτεχνική παιδεία σε τόσο νεαρή ηλικία. Είναι όμως εξίσου σημαντικό έργο και από καλλιτεχνική άποψη. Το φως που μπαίνει από το παράθυρο αριστερά χαϊδεύει τις φόρμες και μαλακώνει τα περιγράμματα. Πουθενά δεν υπάρχει οξύτητα ή σκληρή γραμμή. Τα χρώματα δημιουργούν όμορφες αρμονίες, πολύ πρωτότυπες: ώχρες, πρασινωπά, καστανά. Είναι ένα έργο σιωπής και περισυλλογής, που εκφράζεται και με το θέμα και με τα πλαστικά μέσα με τα οποία έχει αποδοθεί.
Το μικρό αυτό έργο μας δίνει τον ορισμό του πλούσιου αστού και της αστικής προσωπογραφίας στο β΄ μισό του 19ου αιώνα. Σε ένα σαλόνι φορτωμένο με πίνακες, αγάλματα, έπιπλα, χαλιά, ένας καλοντυμένος αστός διακόπτει την ανάγνωση της ξένης εφημερίδας του και το κάπνισμα του πούρου του, για να κοιτάξει δεξιά, ίσως προς τη μεριά μιας αθέατης πόρτας. Το έργο έχει ζωγραφιστεί με δεξιοτεχνία και ακρίβεια, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως για το περιεχόμενο και το μήνυμά του, παρά για την ποιότητά του, που είναι παρόλα αυτά πολύ καλή.