Ο Γεώργιος Ιακωβίδης είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου. Παρόλο που διακρίθηκε σε πολλά είδη (ηθογραφία, προσωπογραφία, νεκρές φύσεις κ.ά.) έγινε κυρίως γνωστός και κοσμαγάπητος ως ζωγράφος της παιδικής ηλικίας. Τα περισσότερα έργα του με αυτό το θέμα ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο, όπου έζησε από το 1877 ως το 1900, όταν δηλαδή μετακλήθηκε στην Αθήνα να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, που μόλις είχε ιδρυθεί. Ο Ιακωβίδης παρέστησε με απαράμιλλο τρόπο τη σχέση των γερόντων, παππούδων και γιαγιάδων, με τα εγγόνια τους.
Εδώ βλέπουμε μια καλοσυνάτη γιαγιά, σκουροντυμένη, να κρατάει στην ποδιά της ένα χαριτωμένο ξανθό κοριτσάκι, το οποίο φοράει άσπρη ανθοστόλιστη ποδιά και κόκκινα καλτσάκια. Όλη η προσοχή του συγκεντρώνεται στο χάλκινο δίσκο με τα φρούτα, ευκαιρία για το ζωγράφο να αποδώσει μια υπέροχη νεκρή φύση. Η σκηνή ξετυλίγεται μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο που δημιουργεί έντονη αντίθεση με το σκουρόχρωμο κύριο θέμα. Όλα έχουν ζωγραφιστεί με αξιοθαύμαστη γνώση του σχεδίου, του χρώματος, του φωτός, και με βαθιά διαίσθηση της ψυχολογίας των σχέσεων των δύο ηλικιών. “
Ο Γεώργιος Άβλιχος, ο Kεφαλονίτης δημιουργός αυτού του αριστουργήματος, ποιητής, μουσικός και ζωγράφος με σπουδές στην Ιταλία, ξεφεύγει τελείως από την παράδοση του ακαδημαϊσμού της εποχής του. Η ατμόσφαιρα των έργων του έχει κάτι το ποιητικό και αλλοπαρμένο, μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική, η οποία προαγγέλλει τον Ντε Κίρικο και τον Μπαλτύς, ένα σύγχρονο ζωγράφο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνει τον Άβλιχο από τους ομοτέχνους του της ίδιας εποχής είναι ότι αποφεύγει την καφετιά άσφαλτο που χρησιμοποιούν οι ακαδημαϊκοί και ζωγραφίζει με καθαρά και λαμπερά χρώματα.
Τι να αγναντεύει άραγε η νεαρή Ρουμπίνα (γιατί ξέρουμε το όνομά της), κόρη του Ιωάννη Γεράσιμου Καβαλιεράτου, από το ανοικτό παράθυρο του εξοχικού της στα Βλαχάτα της Σάμης; Το βλέμμα της, ονειροπόλο, βυθίζεται στο γαλάζιο του ουρανού και το μικρό λευκό σκυλάκι που κρατάει στην αγκαλιά της μοιάζει και αυτό συνεπαρμένο από το ίδιο αθέατο για μας όραμα. Το λευκό αέρινο φόρεμά της, ζωγραφισμένο με ανάλαφρους τόνους λιλά και ώχρας, έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη βεντάλια και τα λυτά κορακίσια μαλλιά της. Ένα θαλασσινό αεράκι, ένας ζέφυρος που μυρίζει Ιόνιο, αναδεύει τα μαλλιά του κοριτσιού και μαδάει το κόκκινο τριαντάφυλλο που τα στολίζει. Μήπως αυτό το φυλλορόισμα του ρόδου παραπέμπει συμβολικά στο εφήμερο της νιότης που ο χρόνος τη μαδάει και αυτή σαν τριαντάφυλλο;
Ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε μερικές επιβλητικές ολόσωμες προσωπογραφίες κυριών της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας, που διακρίνονταν για την εκλεπτυσμένη καλαισθησία τους. Η κυρία με το λευκό φόρεμα και τα μακριά γάντια ποζάρει μπροστά σε ένα αβαθές λευκό φόντο, που έχει ζωγραφιστεί με τον ίδιο τρόπο που αποδίδεται και το λευκό φόρεμά της: με πινελιές από ελαφρά διαβαθμισμένο λευκό, όπου, με βάση μια ιμπρεσιονιστική αρχή, στα φωτεινά μέρη έχει αναμειχθεί λίγη κιτρινωπή ώχρα, ενώ στα σκιερά έχει αναμειχθεί λίγο μοβ ελαφρό, λίγο λιλά. Τα δύο αυτά χρώματα, που είναι συμπληρωματικά, κάνουν το λευκό να ιριδίζει και να πάλλεται. Οι μόνοι σκούροι τόνοι σε αυτή την υπέροχη ζωγραφική συμφωνία του λευκού είναι τα καστανά μαλλιά της κυρίας, το μπουκετάκι από μενεξέδες και τα μαύρα κρόσσια της ομπρέλας.