Όταν ένας ζωγράφος διαλέγει τα μοντέλα του ανάμεσα στους οικείους του, τότε, ελεύθερος από τους περιορισμούς που του επιβάλλει η πελατεία του, εκφράζει συνήθως το κρυφό του libido, την κρυφή του δηλαδή επιθυμία. Το τολμηρό πορτρέτο που φιλοτεχνεί ο Γύζης με μοντέλο τη νέα και όμορφη γυναίκα του Άρτεμη Νάζου, στα 1890, αποτελεί μια ανάλογη μαρτυρία. Ο καλλιτέχνης απεικονίζει τη γυναίκα του καθισμένη σε μια αυθόρμητη στάση, με το ένα χέρι ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπέζι σκεπασμένο με ένα βαρύτιμο κόκκινο τραπεζομάντιλο. Το άσπρο μεταξωτό της φόρεμα καλύπτεται από τη δεξιά μεριά με μια καφετιά γούνα, με τόνους πορφύρας, που η νέα γυναίκα έχει ρίξει στον ώμο της. Το χαμογελαστό της πρόσωπο γέρνει ελαφρά, δημιουργώντας ίσκιους που βυθίζουν το βλέμμα σε ένα ρεμβαστικό ημίφως. Το έργο έχει ζωγραφιστεί με μεγάλη ελευθερία, με πλούσιες λαζούρες και ασυνήθιστη χρωματική τόλμη.
Λαζούρες ονομάζουμε τα επάλληλα στρώματα χρώματος, όταν από κάτω υπάρχει πιο πυκνό και από πάνω πιο αραιωμένο χρώμα.
Μία από τις πρωϊμότερες συνθέσεις του Γύζη με συμβολικό θέμα, “Η τέχνη και τα πνεύματά της” έχει ως κεντρική μορφή μια όμορφη φτερωτή κοπέλα, έναν άγγελο που παίζει βιολί· ίσως γιατί ο Γύζης θεωρούσε τη μουσική ως ανώτερη μορφή τέχνης. Οι άλλες τέχνες ενσαρκώνονται από τα μικρά ερωτόπουλα, που σαν σμάρι την περιβάλλουν, παίζοντας με τα σύνεργα των διαφόρων τεχνών. Κυρίαρχο ρόλο στη σύνθεση κατέχει η πορφυρή φούστα της κεντρικής μορφής, που ξεχύνεται σαν ποτάμι προς τα κάτω. Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι η σύνθεση έχει οργανωθεί πάνω σε μια διαγώνιο, που ορίζεται από την κίνηση των μικρών αγγέλων, καθώς και από δύο τόξα. Το ένα στην επάνω δεξιά γωνία και το άλλο στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Η διαγώνιος διάταξη ανήκει στη μορφολογία του Μπαρόκ και χαρίζει μεγάλο δυναμισμό στη σύνθεση. Κυριαρχούν οι θερμοί καστανοκόκκινοι τόνοι, το μαύρο και το λευκό.