Το 1918, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων αποκλίνουσας συμπεριφοράς που οδήγησαν στον δεκατετράχρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά. Την περίοδο αυτή ο Χαλεπάς εμφανίζει ένα ύφος τελείως διαφορετικό: ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο, ανεξάρτητο από τα ακαδημαϊκά διδάγματα, που έχει οδηγό την αρχαία ελληνική τέχνη. Επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων, γιατί δεν τον ενδιαφέρει η λεπτομερής επεξεργασία, η εκλέπτυνση ή η ωραιοποίηση. Οι μορφές του γίνονται εσωστρεφείς (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), στιβαρές και επιβλητικές (“Μήδεια ΙΙΙ”), μερικές φορές σχεδόν ιερατικές (“Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Με ελάχιστα μέσα δίνει τον τόνο στη στάση του σώματος ή την έκφραση του προσώπου και μετατρέπει τα έργα σε ψυχογραφήματα (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Αναπαυομένη”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Επιπλέον, διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς (“Μήδεια ΙΙΙ”), εμπλουτίζουν συχνά το κεντρικό θέμα και δίνουν μια σουρεαλιστική χροιά στο σύνολο. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλές συνθέσεις ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί εσωτερικό σκελετό, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”, “Μήδεια ΙΙΙ”), μορφές εμπνευσμένες από το αστικό περιβάλλον ή το χωριό του (“Θεριστής”, “Κυνηγός”), γυναικεία γυμνά (“Αναπαυομένη”, “Μικρή αναπαυομένη”), μορφές συνδυασμένες σε διαφορετική κλίμακα, αλλά και τα χαρακτηριστικά όσο και δυσερμήνευτα διμέτωπα έργα (“Το μυστικό”, “Η σκέψη”, “Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), επιλέγοντας θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.
Αυτός ο παράξενος και τόσο «μοντέρνος» πίνακας αποτελεί το ουράνιο τμήμα ενός «Ευαγγελισμού» που βρίσκεται σήμερα στις συλλογές μιας τράπεζας στη Μαδρίτη. Πρόκειται για ένα από τα τελευταία, αν όχι το τελευταίο έργο, που φιλοτέχνησε ο Γκρέκο λίγο πριν πεθάνει στο Τολέδο το 1614. Ο πίνακας είναι ημιτελής και μας διδάσκει πολλά για την τεχνική του ζωγράφου. Παρατηρούμε ότι οι άγγελοι αυτοί δεν έχουν φτερά. Πρόκειται για τα μέλη μιας ουράνιας ορχήστρας που παίζουν σύγχρονα μουσικά όργανα, όπως εκείνα που είχε δει ο ζωγράφος όσο ζούσε στη Βενετία. Τα όργανα στον πίνακα είναι μια σπινέτα (ένα είδος πιάνου), μια άρπα, ένα φλάουτο και μια βιόλα ντα γκάμπα. Ο δεύτερος άγγελος κρατάει το βιβλίο με τις νότες και δίνει το ρυθμό ψάλλοντας. Προσέξτε πόσο σωστές είναι οι χειρονομίες των μουσικών. Οι μορφές έχουν ζωγραφιστεί με γρήγορες πινελιές, ενώ οι κινήσεις και τα ιμάτια των αγγέλων κυματίζουν, γεγονός που τις κάνει να μοιάζουν με φλόγες που στροβιλίζονται. Προσέξτε τα ιριδίζοντα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος: τα πορτοκαλιά μέσα στα κόκκινα και τα πράσινα, τα χρυσαφιά μέσα στα γαλάζια. Αυτά τα χρώματα που αλλάζουν, καθώς πέφτει το φως πάνω τους, οι αρχαίοι τα ονόμαζαν «μετανθούντα». Ο πίνακας μοιάζει να εμψυχώνεται από μια εσωτερική ζωή. Μπορούμε να πούμε ότι η «Συναυλία» προαγγέλλει τον Εξπρεσιονισμό.
Ο «Άγιος Πέτρος» ανήκει σε μια σειρά από προσωπογραφίες των δώδεκα Αποστόλων και του Χριστού, που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά από τον Ελ Γκρέκο και ονομάστηκαν «αποστολάτα». Στόλιζαν συνήθως το σκευοφυλάκιο των δυτικών καθολικών ναών, όπου οι ιερείς φύλασσαν τα ιερά σκεύη της εκκλησίας.
Ο «Άγιος Πέτρος» είναι μια αυστηρή ρεαλιστική μορφή που κοιτάζει στοχαστικά πέρα από το θεατή. Κρατάει τα κλειδιά που του εμπιστεύθηκε ο Χριστός. Ο μπλε χιτώνας και το πορτοκαλί ιμάτιο έχουν ζωγραφιστεί με πλατειές πινελιές, ενώ λευκά φώτα σαν αστραπές τρέχουν πάνω στις πτυχές, θυμίζοντας τα φώτα και τις χρυσοκοντιλιές της βυζαντινής τέχνης.
Το 1918, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων αποκλίνουσας συμπεριφοράς που οδήγησαν στον δεκατετράχρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά. Την περίοδο αυτή ο Χαλεπάς εμφανίζει ένα ύφος τελείως διαφορετικό: ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο, ανεξάρτητο από τα ακαδημαϊκά διδάγματα, που έχει οδηγό την αρχαία ελληνική τέχνη. Επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων, γιατί δεν τον ενδιαφέρει η λεπτομερής επεξεργασία, η εκλέπτυνση ή η ωραιοποίηση. Οι μορφές του γίνονται εσωστρεφείς (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), στιβαρές και επιβλητικές (“Μήδεια ΙΙΙ”), μερικές φορές σχεδόν ιερατικές (“Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Με ελάχιστα μέσα δίνει τον τόνο στη στάση του σώματος ή την έκφραση του προσώπου και μετατρέπει τα έργα σε ψυχογραφήματα (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Αναπαυομένη”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Επιπλέον, διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς (“Μήδεια ΙΙΙ”), εμπλουτίζουν συχνά το κεντρικό θέμα και δίνουν μια σουρεαλιστική χροιά στο σύνολο. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλές συνθέσεις ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί εσωτερικό σκελετό, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”, “Μήδεια ΙΙΙ”), μορφές εμπνευσμένες από το αστικό περιβάλλον ή το χωριό του (“Θεριστής”, “Κυνηγός”), γυναικεία γυμνά (“Αναπαυομένη”, “Μικρή αναπαυομένη”), μορφές συνδυασμένες σε διαφορετική κλίμακα, αλλά και τα χαρακτηριστικά όσο και δυσερμήνευτα διμέτωπα έργα (“Το μυστικό”, “Η σκέψη”, “Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), επιλέγοντας θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.
Το έργο αυτό φιλοτεχνήθηκε στη Βενετία και δείχνει το μεταβατικό στάδιο του καλλιτέχνη, την προσπάθειά του δηλαδή να αφομοιώσει τα στοιχεία της αναγεννησιακής τέχνης: την προοπτική διατύπωση του χώρου, η οποία τονίζεται από την πλάγια τοποθέτηση της μαρμάρινης σαρκοφάγου και από τον τρόπο που οι μορφές στέκονται μέσα στο χώρο, καθώς επίσης από το πλάσιμο του όγκου με το σκιοφωτισμό, από τις σκιές που προβάλλονται στο έδαφος. Το σώμα του Χριστού έχει κλασικές αναλογίες, είναι ζωγραφισμένο σαν αρχαίο άγαλμα. Το πλούσιο χρώμα και η δραματικότητα στην έκφραση, που κορυφώνεται με τη λιποθυμία της Θεοτόκου, ανήκουν στην τέχνη της βενετσιάνικης Αναγέννησης. Ο Γκρέκο δανείστηκε στη σύνθεσή του πολλά στοιχεία από άλλους ζωγράφους της Αναγέννησης, όμως τα οργάνωσε τόσο καλά, ώστε δεν το παρατηρεί κανείς. Τα μόνα στοιχεία που θυμίζουν τη βυζαντινή καταγωγή της τέχνης του ζωγράφου είναι το ξύλο όπου ζωγραφίστηκε ο πίνακας και η αυγοτέμπερα, που εδώ συνδυάζεται με το λάδι, χαρακτηριστική τεχνική της ιταλικής Αναγέννησης και μάλιστα της βενετσιάνικης.
Ο Γιάννης Παππάς παρέμεινε πιστός στην ανθρωποκεντρική απεικόνιση σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Με οδηγό τη φύση και την παράδοση έπλασε, σχεδίασε και ζωγράφισε την ανθρώπινη μορφή, αρχικά δίνοντας έμφαση στη ρεαλιστική απόδοση και στη συνέχεια αποδίδοντας την ουσία του θέματος με απλοποίηση και αφαιρετική διάθεση, που πηγάζει τόσο από την αρχαϊκή ελληνική και την αιγυπτιακή γλυπτική όσο και από τις πρωτοποριακές, σύγχρονες τάσεις. Τη δεκαετία του ’50 οι μορφές του παρέμειναν ρεαλιστικές διατηρώντας τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, αλλά με γενικευτική απόδοση, ενώ από το 1958 άρχισε να δημιουργεί και συνθέσεις πιο αφαιρετικές και σχηματοποιημένες, στις οποίες τον τόνο δίνει η γενικότερη στάση και όχι η οποιαδήποτε περιγραφική λεπτομέρεια. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η “Αναπαυόμενη φιγούρα” του 1959.