Ο Παναγιώτης Τέτσης, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στο Παρίσι στη δεκαετία του ’50, όταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική είχαν επιβληθεί τα ανεικονικά ρεύματα της αφαίρεσης, στάθηκε πιστός στην παραστατική ζωγραφική. Η τεχνική, η γραφή του, χειρονομιακή, ελεύθερη, αλλά πάντα δομική, καθώς και το χρώμα του μαρτυρούν ότι δεν έμεινε αδιάφορος στις εξελίξεις της μοντέρνας τέχνης, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τη ζωγραφική του βλέμματος: μια ζωγραφική που ξεκινούσε πάντα από το οπτικό ερέθισμα. Τοπίο, φυσικό και αστικό, εικόνες, πορτραίτα, νεκρές φύσεις είναι τα συνηθισμένα θέματα του ζωγράφου. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν στη θεματική του η αγαπημένη του πατρίδα Ύδρα και η Σίφνος όπου περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές του, καθώς και το αθηναϊκό αστικό τοπίο. Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική. Αναζητεί το ζωγραφικό ισοδύναμο του πραγματικού και το αποδίδει με δυνατά χρώματα που τον αναδεικνύουν σε έναν από τους πιο τολμηρούς κολορίστες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Αυτό δεν είναι αυτονόητο στην ελληνική ύπαιθρο όπου ο δυνατός ήλιος αδυνατίζει όλους τους τόνους. Ο Τέτσης κατάφερε να ξαναδώσει στα ελληνικά του ύπαιθρα τη δύναμη του χρώματος που είχε γνωρίσει η γηγενής τοπιογραφία μόνο στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Οι μπλε καρέκλες ΙΙ, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της απαράμιλλης δύναμης του Τέτση να αποδίδει την ένταση του ελληνικού φωτός, ακόμη και χρησιμοποιώντας μόνο ψυχρά χρώματα όπως το μπλε και το πράσινο. Το κίτρινο φλιτζάνι, ο μόνος θερμός τόνος στον πίνακα, συνομιλεί με τα συμπληρωματικά μπλε-μωβ και εμψυχώνει ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια.
Το θέμα του έργου, φορτισμένο με μύθους, ανατολικό μυστικισμό και μακραίωνη
ιστορία, με οδηγούσε στο να αναζητήσω μια μορφική οντότητα αντάξια του νοη-
ματικού του πλούτου. Ήταν ένα εγχείρημα στο σκοτάδι, ένα ταξίδι στο δρόμο του
μεταξιού, μια κατάδυση στον κόσμο των αισθήσεων της Ανατολής.
Όταν στο τέλος αυτό που έχουμε μπροστά μας, αναιρεί τη λογική ανάγνωση των
υλικών δεδομένων, και το ορατό γίνεται όραμα, το έργο υπερβαίνει τη θεματική
του αποστολή. Τότε, αυτή η περίκλειστη, αυτόφωτη, χωρική ιερότητα μας αγγίζει,
και η ζωή περιφρονεί το αναπόδραστο της σαρκοφάγου.
Ο Γιάννης Γαΐτης είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και πρωτότυπους εκπροσώπους της Ποπ-αρτ στην Ελλάδα, γνωστός και στη Γαλλία όπου έζησε πολλά χρόνια. Δημιούργησε μιαν αρχετυπική σχηματοποιημένη φιγούρα που συμπύκνωνε τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας. Ένα τυποποιημένο προφίλ, μαύρα μαλλιά, μπλε καπέλο που θυμίζει ανάλογες φιγούρες του Βέλγου σουρεαλιστή Μαγκρίτ, ριγέ ή καρό κοστούμι, σανιδόμορφο κορμί με τα χέρια κολλημένα στο σώμα. Ο γνώριμος ανθρωπάκος θα γίνει σήμα κατατεθέν της τέχνης του Γαΐτη. Θα τον δούμε να συνωστίζεται πολλαπλασιασμένος σε πολλές ευφάνταστες συνθέσεις όπως σ’ αυτό το έργο, θυμίζοντάς μας τη σημερινή μαζική, καταναλωτική και απρόσωπη κοινωνία. Με το αρχετυπικό αυτό σύμβολο ο Γαΐτης κατάφερε να διατυπώσει ένα οξύ κοινωνικό σχόλιο δημιουργώντας αναγνωρίσιμες εικόνες με χιούμορ και φαντασία, που παραμένουν ευχάριστες και διακοσμητικές, παρά τη δυσάρεστη πραγματικότητα που καταγγέλλουν. Τα διακοσμητικά μοτίβα-ριγέ και καρό-και η περιορισμένη αλλά ευχάριστη αρμονία του μπλε, του γαλάζιου και του λευκού που χρησιμοποιεί σχεδόν πάντοτε ο καλλιτέχνης συμβάλλουν στο αίσθημα ευφορίας που αποπνέουν τα έργα του Γιάννη Γαΐτη.
Ο Χρήστος Μποκόρος ανήκει σε μια ομάδα νέων ζωγράφων που ξαναγύρισαν στην παραστατική ζωγραφική, αλλά με μια ανανεωμένη ματιά, που αναζητούσε ένα καινούργιο νόημα στην εικόνα. Ο Μποκόρος είναι ένας εξερευνητής της μνήμης. Αυτό που τον συναρπάζει και τον συγκινεί είναι το ίχνος που άφησε πίσω της η ανθρώπινη ζωή, ο μόχθος, ο πόνος, η χαρά, η ελπίδα. Η ζωή που έσβησε αφήνοντας πίσω της ανώνυμα αποτυπώματα που ο ζωγράφος θα τα βγάλει από την αφάνεια, τη σιωπή και θα τους δώσει καινούργιο νόημα. Η φέρουσα ύλη στα έργα του έχει πρόδηλα τα σημάδια της χρήσης, της φθοράς: θαλάσσια ξύλα από ναυαγισμένα σκαριά, παλιές σκάφες, τραπέζια, σοφράδες, σκουριασμένα απομεινάρια από σκεύη που άγιασαν στα χέρια των ανθρώπων. Εκεί επάνω ευλαβικά θα αποθέσει σαν σε αγία τράπεζα την εικόνα του. Και δεν είναι τυχαίο ότι η αρχετυπική εικόνα των έργων του είναι μια φλόγα που ζωγραφίζεται με παραισθητική αληθοφάνεια. Μια φλόγα ενός κεριού, μια φλόγα από καντήλι. Μια φλόγα ταπεινή που συμβολίζει τη μνήμη. Είναι το ακοίμητο φως, το καντήλι που καίει μπροστά στα εικονίσματα, η λαμπάδα του ορθόδοξου Πάσχα, η υπόσχεση της αιωνιότητας που ξορκίζει τη φθορά.
Το τρίπτυχο Το αίνιγμα του Παρράσιου, είναι μια αλληγορία. Αφηγείται μια ιστορία, την ιστορία της ζωγραφικής, την περιπέτεια της μορφής από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη τέχνη• τους κλυδωνισμούς που πέρασε, την αμφισβήτησή της και την πίστη του ζωγράφου στην αντοχή της, στην επιβίωσή της.
Η «αφήγηση» αναπτύσσεται σ’ ένα τρίπτυχο. Τρεις οριζόντιες φθαρμένες σανίδες, που προέρχονται από ένα παλιό γεφύρι, τοποθετημένες παράλληλα, θα υποδεχτούν με την κατάλληλη προετοιμασία τη ζωγραφισμένη εικόνα. Στην πρώτη εικονίζεται ένα μαύρο τετράγωνο που αναφέρεται στον περίφημο πίνακα του Ρώσου καλλιτέχνη Κάζιμιρ Μαλέβιτς. Όταν ζωγραφίστηκε το 1915, αυτό το απόλυτα μινιμαλιστικό έργο του Σουπρεματισμού, φιλόσοφοι και κριτικοί έσπευσαν να αναγγείλουν τον θάνατο της ζωγραφικής. Το δεύτερο έργο του τριπτύχου μας οδηγεί σ’ ένα ξακουστό επεισόδιο, που αφηγείται ο Πλίνιος ο νεότερος, (1ος αιώνας μ.Χ.) και αναφέρεται σε δυο διάσημους ζωγράφους της κλασικής αρχαιότητας που έζησαν στον καιρό του Σωκράτη. Ο Ζεύξις και ο Παρράσιος συναγωνίζονται όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, για το ποιος είναι ο πιο τέλειος ζωγράφος. Ήταν η εποχή που επικρατούσε η ιδέα της μίμησης και η τελειότητα ταυτιζόταν με την αληθοφάνεια. Ο Ζεύξις ζωγράφισε ένα πανέρι με σταφύλια με τόση ζωντάνια που τα πουλιά ξεγελάστηκαν και άρχισαν να τα τσιμπολογούν. Ο Παρράσιος αρκέστηκε να ζωγραφίσει με πολύ ψευδαισθησιακό τρόπο ένα ύφασμα που κάλυπτε τάχα τον πίνακά του. Ο Ζεύξις του είπε: τράβηξε τώρα το κάλυμμα για να δούμε τι ζωγράφισες εσύ. Και ο Παρράσιος του απάντησε θριαμβευτικά: εσύ κατάφερες να ξεγελάσεις τα πουλιά αλλά εγώ εξαπάτησα τον μεγάλο ζωγράφο Ζεύξι. Άρα δικαιούμαι τον τίτλο του νικητή.
Ο Μποκόρος ζωγραφίζει στο δεύτερο φύλλο του διπτύχου, πάνω στο τετράγωνο, ένα ύφασμα με τόση μαστοριά που μοιάζει αληθινό. Αλλά πίσω του υποφέγγει ένα αδιόρατο φως. Στον τρίτο πίνακα το ύφασμα έχει αποσυρθεί για να μας αποκαλύψει ένα τετράγωνο «κάμπο» ανθισμένο από αναμμένες φλογίτσες. Το μήνυμα του έργου είναι ευανάγνωστο: η ζωγραφική, ταξιδεύοντας μέσα στο χρόνο, μπορεί να γνωρίσει κλυδωνισμούς, να αμφισβητηθεί, αλλά τελικά βγαίνει πάντα νικήτρια.
“
Η γλυπτική του Γιώργου Νικολαΐδη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την παραδοσιακή ανθρωποκεντρική απεικόνιση ως τις αφηρημένες συνθέσεις κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα, τα περιβάλλοντα και τις εγκαταστάσεις. Στα πιο πρώιμα έργα του εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Η αφαιρετικότητα των έργων αυτών μετατρέπεται σταδιακά σε απόλυτη αφαίρεση.
Τη δεκαετία του ΄70 ο Νικολαΐδης δημιούργησε μια σειρά έργων από ανοξείδωτο χάλυβα, τα οποία χαρακτηρίζει με αριθμούς. Τα έργα αυτά είναι κατασκευασμένα από τμήματα κυλινδρικών σχημάτων με αιχμηρές απολήξεις, που ανελίσσονται ελεύθερα και δυναμικά στο χώρο ή συγκλίνουν σε ποικίλους ρυθμικούς συνδυασμούς. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι μια αέναη, κυκλική ή ελικοειδής κίνηση, άλλοτε άμεσα αντιληπτή και άλλοτε λανθάνουσα.
Η σύνθεση “1211Α” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο της σειράς αυτής. Ξεκινά από επιθετικά οξυγώνια σχήματα στο κάτω μέρος και εξελίσσεται σε δύο κυλινδρικά τμήματα που τείνουν να σχηματίσουν ένα κύκλο. Έτσι, οι αιχμηρές τους απολήξεις καταλήγουν σε μια ήρεμη σύγκλιση-συνάντηση. Το έργο εντάσσεται και συνυπάρχει αρμονικά με το χώρο, ο οποίος ταυτόχρονα ορίζεται από το σχήμα του και περικλείεται σε αυτό, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της γλυπτικής φόρμας.