Η καθιστή γυναικεία μορφή αποτελεί το βασικό θέμα στη γλυπτική του Γιώργου Γεωργιάδη. Μετά από μια περίοδο ενασχόλησης με θέματα της καθημερινής ζωής αποδοσμένα χωρίς τονισμό των λεπτομερειών, υιοθετεί ένα εξπρεσιονιστικό ύφος με έντονες παραμορφώσεις, που θα χαρακτηρίσει κατεξοχήν το έργο του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κεντρικό θέμα γίνεται μια εύσαρκη ακρωτηριασμένη γυναικεία μορφή, με φαρδιά λεκάνη, χοντρά και σκασμένα πόδια χωρίς πέλματα, τυλιγμένη ασφυκτικά με ένα κομμάτι ύφασμα και το στήθος γυμνό. Μεμονωμένη ή μη, επαναλαμβάνεται σε διάφορες στάσεις και μετατρέπεται σε σύμβολο και μέσο έκφρασης κριτικής ή διαμαρτυρίας σε επίκαιρες κοινωνικές ή πολιτικές καταστάσεις. Στη σειρά «Επινίκιο», η γυναικεία αυτή μορφή επαναλαμβάνεται σε στάσεις δοξαστικές, που δηλώνονται με τα υψωμένα χέρια, το λαούτο και το ντέφι και έρχεται σαν αντίλογος για να εκφράσει μια αισιόδοξη διάθεση και να δώσει ένα μήνυμα ελπίδας.

Η Φρόσω Ευθυμιάδη σπούδασε κεραμοπλαστική στη Βιέννη και για ένα μεγάλο διάστημα δημιουργούσε αποκλειστικά ρεαλιστικά έργα σε τερακότα. Από το 1955 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου και τα έργα της έγιναν πολύ αφαιρετικά, η φυσική φόρμα όμως παρέμεινε πάντα αναγνωρίσιμη.

Η γυναικεία μορφή ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία πλήθους μικρών ή μεγάλων συνθέσεων. Άλλοτε στατικές και άλλοτε σε κίνηση, αποτυπώνουν την προσωπική ματιά της γλύπτριας για την αρμονική απόδοση της γυναικείας χάρης.

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 άρχισε να χρησιμοποιεί σφυρηλατημένες και συγκολλημένες βέργες μετάλλου, που αφήνουν μεταξύ τους κενά και επιτρέπουν στο χώρο να εισχωρήσει στο έργο και να γίνει δυναμικό στοιχείο της σύνθεσης. Μία «Νίκη» του 1960 σε σφυρήλατο ορείχαλκο μεταπλάθει σε μια γραμμική σχεδόν, αέρινη και δυναμική μορφή την αρχαία εικόνα της «Νίκης της Σαμοθράκης», καθώς ξεχύνεται ελεύθερα και ορμητικά και επιβάλλεται στο χώρο με αρωγό το κενό, που μετατρέπεται αυθόρμητα σε φυσικό φόντο. Το 1969 η απόδοση της κίνησης γίνεται ακόμη πιο ελεύθερη, καθώς οι ορειχάλκινες βέργες λειαίνονται, πλαταίνουν και μετατρέπονται σε κορδέλες που λυγίζουν και τυλίγουν το κενό που υποδηλώνει το σώμα στη «Νίκη ΙΙ», η οποία μοιάζει πια όχι μόνο να ορμά, αλλά και να στροβιλίζεται σε ένα θριαμβικό χορό.

Η Φρόσω Ευθυμιάδη σπούδασε κεραμοπλαστική στη Βιέννη και για ένα μεγάλο διάστημα δημιουργούσε αποκλειστικά ρεαλιστικά έργα σε τερακότα. Το 1955 εγκατέλειψε την τερακότα και στράφηκε στη χρήση του μετάλλου. Συγχρόνως τα έργα της έγιναν πολύ αφαιρετικά, η φυσική φόρμα όμως παρέμεινε πάντα αναγνωρίσιμη.

Η γυναικεία μορφή ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία πλήθους μικρών ή μεγάλων συνθέσεων. Άλλοτε στατικές και άλλοτε σε κίνηση, αποτυπώνουν την προσωπική ματιά της γλύπτριας για την αρμονική απόδοση της γυναικείας χάρης.

Η “Γυναίκα του Λωτ” είναι η μοναδική που παριστάνει μια μορφή θρησκευτική. Για την απόδοσή της η Ευθυμιάδη δανείστηκε το σχήμα μιας οργανικής μορφής: ενός κοινού μικροσκοπικού κοχυλιού. Έτσι, απέδωσε την καθαρή φόρμα της γυναίκας που έμεινε “στήλη άλατος”. Το ίδιο το σχήμα του κοχυλιού της πρόσφερε τη λύση για τη δημιουργία του έργου, καθώς περιελίσσεται και ανελίσσεται αδιάκοπα. Σχηματική, αλλά απολύτως αναγνωρίσιμη, η “Γυναίκα του Λωτ”, τυλιγμένη στο μανδύα της, στέκεται πετρωμένη, ασάλευτη και σιωπηλή.

Ο Χρήστος Καπράλος διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος αφομοιώνοντας τα διδάγματα της αρχαίας ελληνικής και της λαϊκής τέχνης, αλλά και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Επίκεντρο στο έργο του ήταν πάντα η ανθρώπινη μορφή.

Τα πρώτα του γλυπτά ήταν ρεαλιστικές απλοποιημένες μορφές σε πηλό και γύψο, εμπνευσμένες από το άμεσο περιβάλλον του. Από το 1957 άρχισε να χρησιμοποιεί το χαλκό. Το ανθρώπινο σώμα μετατράπηκε σε Νίκες και μυθολογικές μορφές, αρχαίους οπλίτες, ζευγάρια, μητέρες με παιδιά. Ταυτόχρονα οι συνθέσεις του έγιναν πολύ αφαιρετικές και συχνά αποσπασματικές. Η αποσπασματική απόδοση και η σκόπιμη και έντονη παραμόρφωση προσδίδει ή τονίζει το δραματικό χαρακτήρα των έργων. Ο χαρακτήρας αυτός σε ορισμένες περιπτώσεις αναγνωρίζεται άμεσα• άλλοτε όμως δηλώνεται έμμεσα, δημιουργώντας ποικίλους συνειρμούς σε έργα που φέρουν απλώς τον τίτλο “Σύνθεση”.

Το “Βιετνάμ” είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή. Πρόκειται για μια ακόμη “Σύνθεση”, το περιεχόμενό της όμως δηλώνεται εύγλωττα από τις επιγραφές που είναι χαραγμένες πάνω στο έργο: “ΒΙΕΤΝΑΜ” και “ΔΙΧΤΑΤΟΡΙΑ ΑΙΣΧΟΣ”. Ο Καπράλος εκφράζει έτσι τη διαμαρτυρία του ενάντια σε ένα καταστροφικό πόλεμο και μια δραματική περίοδο της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας που συμπίπτουν χρονικά. Οι δύο συγκλίνουσες, ακρωτηριασμένες φιγούρες στηρίζονται η μία στην άλλη και, παρά την τραγική τους παραμόρφωση παραμένουν όρθιες, σαν σύμβολα ελπίδας και νίκης.