Ο Σώτος Αλεξίου σπούδασε σκηνογραφία, ζωγραφική και γλυπτική και δραστηριοποιείται και στους τρεις τομείς. Έχοντας γνωρίσει τις σύγχρονες, μη παραστατικές καλλιτεχνικές τάσεις κατά τη διάρκεια της μετεκπαίδευσής του στην Αμερική, αλλά παραμένοντας θαυμαστής της κλασικής τέχνης της αρχαιότητας και της απλότητας των δωρικών γραμμών, δημιούργησε την προσωπική εικαστική του γλώσσα βασιζόμενος στις αρμονικές αρχές της γεωμετρίας και την εκφραστική λιτότητα που προσφέρει η αφηρημένη φόρμα. Με βάση αυτή την αντίληψη και δίνοντας έμφαση άλλοτε στο χρώμα και άλλοτε στο σχήμα, δημιουργεί δισδιάστατες ζωγραφικές ή τρισδιάστατες γλυπτικές συνθέσεις που προκύπτουν από λιτούς συνδυασμούς γραμμικών ή ογκηρών γεωμετρικών σχημάτων, όπως ο «Αιγόκερως 29».

Η Σοφία Βάρη ξεκίνησε από τη ζωγραφική, σύντομα όμως στράφηκε και στη γλυπτική. Η ανθρώπινη μορφή υπήρξε το αποκλειστικό θέμα στα πρώτα της έργα. Γυναίκες πληθωρικές, αποδοσμένες με έντονη σχηματοποίηση, καμπυλότητες και μια ιδιαίτερα τονισμένη ρευστότητα των όγκων, αποτέλεσαν τον προάγγελο για τις αφηρημένες συνθέσεις που ακολούθησαν. Στις συνθέσεις αυτές το ενδιαφέρον της επικεντρώθηκε σε θέματα εμπνευσμένα από πρόσωπα ή επεισόδια της ελληνικής μυθολογίας, ενώ το ύφος της εμπεριέχει επιρροές κυρίως από το έργο του Χένρι Μουρ και του Ζαν Αρπ.

Στον “Κένταυρο”, όπως και σε άλλα έργα με μυθολογικό περιεχόμενο, το θέμα αποτελεί μόνο την αφορμή για τη δημιουργία συνθέσεων περίοπτων, βασισμένων σε καμπύλους, άψογα λειασμένους και στιλβωμένους όγκους, που συνδυάζονται και συμπλέκονται ρυθμικά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι αναπτύσσονται γύρω από έναν αόρατο πυρήνα.

Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης ασχολήθηκε αρχικά μόνο με την παραστατική ζωγραφική, προχώρησε σε πιο αφαιρετικές συνθέσεις, για να φτάσει, το 1959, στην απόλυτη αφαίρεση. Επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρει το φως για την προβολή των συνθέσεών του, περιόρισε τη χρήση του χρώματος, ενώ παράλληλα άρχισε να δημιουργεί ανάγλυφες ή περίοπτες κατασκευές από απλά γεωμετρικά σχήματα, αρχικά λευκές και στη συνέχεια με ένα ή περισσότερα χρώματα. Στις κατασκευές αυτές χρησιμοποιεί το τελάρο και το μουσαμά, αλλά αντιστρέφει τη χρήση τους, καθώς το τελάρο λειτουργεί ως εσωτερικό πλαίσιο, πάνω από το οποίο προσαρμόζεται το ύφασμα. Οι γεωμετρικές συνθέσεις που προκύπτουν, επαναλαμβάνοντας ένα σχήμα στο ίδιο ή σε σταδιακά αυξανόμενο μέγεθος, αποτελούν μινιμαλιστικές αποδόσεις μορφών της φύσης, οικείων ανθρώπινων κατασκευών ή αρχαίων αρχιτεκτονικών στοιχείων. Ταυτόχρονα, με την τοποθέτηση του τελάρου εσωτερικά και τον τρόπο με τον οποίο τεντώνεται το ύφασμα, ακόμη και με την απόσταση του ενός κομματιού από το άλλο, όπως στο «Κεκλιμένο», εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του φωτός, που δημιουργεί πλήθος φωτοσκιάσεων, προβάλλοντας τους όγκους στο έπακρο και τονίζοντας την ανάγλυφη υφή των επιφανειών.

Ο Θόδωρος πολύ σύντομα εγκατέλειψε τις παραστατικές προσπάθειες των σπουδαστικών του χρόνων για να επιβάλει το δικό του, ανεξάρτητο πνεύμα στις συνθέσεις του. Επιθυμία του ήταν πάντα η γλυπτική να βρίσκεται σε στενή σχέση με το κοινό και πρόθεσή του να δημιουργήσει γλυπτά για δημόσιους χώρους.

Τη δεκαετία του ’60 τα έργα του ήταν γλυπτικές συνθέσεις κυρίως σε μπρούντζο και ατσάλι. Πειραματίζονταν με την αρμονία και την ισορροπία στο έδαφος ή στον αέρα και είχαν ως αφετηρία σουρεαλιστικά ή ντανταϊστικά πρότυπα. Το 1993, στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, ο Θόδωρος φιλοτέχνησε τη σύνθεση “Δωδεκάκτινος τροχός ισορροπών σε συρματόσχοινα με αντίβαρο σφαίρα”. Εντυπωσιακή και επιβλητική, η σύνθεση αυτή είναι η μοναδική που πραγματοποιήθηκε σε κλίμακα για δημόσιο χώρο. Ταυτόχρονα αποτελεί μια πρόταση για λειτουργία του γλυπτού στο αστικό περιβάλλον της μεταβιομηχανικής εποχής.