Ο χρόνος, η φθορά και το αντίδοτό τους η μνήμη βρίσκονται στο επίκεντρο της δημιουργίας του Σωτήρη Σόρογκα. Με ευλάβεια και αγάπη απεικονίζει παλιά εξαρτήματα μηχανών που, αφού υπηρέτησαν τον άνθρωπο, εγκαταλείφθηκαν στο έλεος της σκουριάς και του χρόνου. Αυτά τα άχρηστα πια κουφάρια ο ζωγράφος τα ανασύρει από την λήθη και τη σιωπή ζωγραφίζοντάς τα με την αχειροποίητη, ευαίσθητη γραφή που χαρακτηρίζει την τεχνοτροπία του. Ο πίνακας με το σιδερένιο λείψανο, το ζωγραφισμένο με το καφετί χρώμα της σκουριάς, αποκτά μιαν άλλη, σχεδόν μεταφυσική διάσταση, καθώς μετεωρίζεται πάνω στον άσπρο καμβά. Η υφή της ύλης, ο χώρος, τα κενά, η αίσθηση της σιωπής και του σταματημένου χρόνου πρωταγωνιστούν στο ιδιαίτερο ζωγραφικό ιδίωμα του Σωτήρη Σόρογκα.

Ο Παντελής Χανδρής, σπούδασε γραφικές τέχνες και ζωγραφική. Χρησιμοποιεί όμως μια εικαστική γλώσσα με σαφή εννοιολογική κατεύθυνση, που εκφράζεται κυρίως μέσω κατασκευών και διαμορφώσεων του χώρου. Οι κατασκευές και οι διαμορφώσεις αυτές αναφέρονται στη φύση ή σε ανθρώπινες ανάγκες και αναζητήσεις που σχετίζονται με το συνειδητό και το ασυνείδητο. Διαμορφώνονται με τη βοήθεια της οπτικής πραγματικότητας, η οποία όμως έχει συμβολικό χαρακτήρα.

Η ανδρική φιγούρα με το παλτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τριλογία “Συνομιλίες με μια χειμωνιάτικη φιγούρα”. Στη συνέχεια έγινε η βασική μορφή σε μια σειρά συνθέσεων με το γενικό τίτλο “Υπόστασις”, από την οποία προέρχεται και ο “Κυνηγός”.

Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, ο κυνηγός-θύτης ταυτίζεται με το Εγώ. Ο σκύλος, ο ουσιαστικός θηρευτής, με το Υπερεγώ και το πουλί, με το Αυτό. Έτσι παίρνει μορφή η δομή του ψυχισμού όπως την ανέλυσε ο Φρόιντ. Ο συμβολικός συνδυασμός των τριών αυτών μορφών δίνει τη δυνατότητα στον καλλιτέχνη να εκφράσει ποικίλες καταστάσεις του συνειδητού και του ασυνείδητου, επιτρέποντας ταυτόχρονα στο θεατή μια ελεύθερη προσέγγιση και ερμηνεία.

Η Φρόσω Μιχαλέα πέρασε στην αφαίρεση μετά από μια πολύ σύντομη θητεία στην παραστατική, αρχαϊκού ύφους απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εργάστηκε με διάφορα υλικά, όπως μάρμαρο, ξύλο και πέτρα, για να υλοποιήσει σειρές έργων όπως οι «Διάλογοι», τα «Ορόσημα» και οι «Μεταλλαγές». Τη δεκαετία του ’80 στράφηκε στο μέταλλο, δίνοντας το 1985 μορφή στη σειρά «Κίνηση στο χώρο και το χρόνο» με τη χρήση του ατσαλιού και εισάγοντας παράλληλα στα έργα της το χρώμα. Επιπλέον, ενώ μέχρι τότε οι φόρμες ήταν κλειστές και οι συνθέσεις της στατικές, με τη σειρά αυτή εισήγαγε την αίσθηση μιας λανθάνουσας κίνησης που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη. Τα ατσάλινα φύλλα που χρησιμοποιεί κατασκευάζονται με βάση προσεκτικούς υπολογισμούς, μετρήσεις και σχέδια και συναρμολογούνται με μπουλόνια, δίνοντας μορφή σε συνθέσεις που ξεδιπλώνονται ρυθμικά σε διάφορες κατευθύνσεις, με οριζόντια ή κατακόρυφη ανάπτυξη, και δημιουργούν την εντύπωση μιας αέναης κίνησης.

Η Ναταλία Μελά, ως το τέλος σχεδόν της δεκαετίας του ’50, ασχολήθηκε κυρίως με παραγγελίες και προτομές, ακολουθώντας τα διδάγματα της Σχολής Καλών Τεχνών. Από το 1960 εγκατέλειψε τη χρήση του μαρμάρου και της πέτρας και στράφηκε στο μέταλλο, υιοθετώντας ταυτόχρονα ένα ύφος πιο ελεύθερο και αφαιρετικό. Ζώα και πουλιά, αλλά και μυθολογικές μορφές σε δυναμικές στάσεις, με σχηματοποιημένη απόδοση, αδρή επεξεργασία της επιφάνειας και αργότερα συναρμοσμένα από κομμάτια μετάλλου που σχηματίζουν γραμμικές κατασκευές στο χώρο, μετατρέπονται σε σύμβολα μιας φυσικής δαιμονικής δύναμης. Στα πιο πρόσφατα έργα της το ενδιαφέρον της παραμένει επικεντρωμένο σε μορφές του ζωικού βασιλείου, τα υλικά της όμως εμπλουτίζονται. Η «Κουκουβάγια» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της εργασίας της των τελευταίων ετών και της στροφής της σε φόρμες συμπαγείς με τη χρήση νέων υλικών. Στατική, με βλέμμα έντονο, μάτια τονισμένα, που σχηματίζονται από δύο ένθετους βώλους, και περιγράμματα γωνιώδη, υλοποιεί με μια σύγχρονη ματιά το αρχαίο σύμβολο της σοφίας.