Η νοσταλγία μιας Αθήνας που χάνεται, μιας καθημερινότητας οικείας που εξαφανίζεται μέσα στη μαζική ανωνυμία μιας απρόσωπης μεγαλούπολης, αποτέλεσε ένα ανεξάντλητο ορυχείο για την έμπνευση του Μπάρμπα Σπύρου, όπως τον αποκαλούσαν με συμπάθεια οι πολυπληθείς θαυμαστές της ζωγραφικής του. Οι λαϊκές ρίζες της τέχνης του, που συνδυάζουν την παράδοση με τον μοντερνισμό, τον εντάσσουν στους αυθεντικούς εκπροσώπους της Γενιάς του Τριάντα, στην οποία άλλωστε ανήκε και ηλικιακά.
Ο μικρόκοσμος της οδού Γουέμπστερ, που απεικονίζει μια γωνιά του εργαστηρίου του στην περιοχή της Ακρόπολης, εκφράζει πολύ παραστατικά τον κόσμο του ζωγράφου. Σ’ έναν τοίχο, ανάμεσα σε δυο ανοίγματα, ένας παλιός καθρέφτης μας δίνει την αντανάκλαση από ένα μισοτελειωμένο πίνακα με μια μοναχική καρέκλα ακουμπισμένη στην άμμο πλάι στη θάλασσα. Είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα που ο Σπύρος Βασιλείου ζωγράφιζε στο εξοχικό του στην Ερέτρια.
Ένας άλλος πίνακας απεικονίζει τη θέα της Ακρόπολης από το σπίτι του με όλα τα νεότερα κτίσματα σε πρώτο επίπεδο. Η συμπαράθεση των αρχαίων ή των ωραίων νεοκλασικών με τις νέες κακόγουστες μαζικές πολυκατοικίες, που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την Αθήνα, ήταν από τα αγαπημένα θέματα του Σπύρου Βασιλείου. Το πραγματικό θέαμα, του Ηρωδείου και της Ακρόπολης, αποκαλύπτουν δυο μπαλκονόπορτες δεξιά και αριστερά από τον τοίχο. Ο ουρανός καλύπτεται από φύλλα χρυσού. Οι πολλαπλοί εγκιβωτισμοί, πίνακες μέσα στον πίνακα, ανακλάσεις έργων μέσα στον καθρέφτη, δημιουργούν μια συναρπαστική εικόνα που γοήτευε από πολύ παλιά τους ζωγράφους, ιδιαίτερα τους μανιεριστές του 16ου αιώνα. Ο Σπύρος Βασιλείου συνδυάζει ένα σχέδιο ακριβές με ανάλαφρα ατμοσφαιρικά χρώματα, που μεταφράζουν την αιθέρια ποιότητα του αττικού φωτός. Οι χρυσές ώχρες συνομιλούν με τα συμπληρωματικά γαλάζια πλάι στη σιωπή του λευκού τοίχου.

Το έργο «Γυναικείο κεφάλι», φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσσο (Pablo Picasso, 1881-1973), το 1939, αποτελεί δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της Δωρεάς των Γάλλων Καλλιτεχνών, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Milliex μετά τον Πόλεμο. Πρόκειται για πορτραίτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ (Dora Maar, 1907 – 1997), συντρόφου του Πικάσσο κατά την περίοδο 1936-1943, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία του έργου σε φωτογραφία της με λήψεις από το ατελιέ στο Ρουαγιάν (Royan), το 1940, όπου είχαν καταφύγει όταν καταλήφθηκε το Παρίσι από τα γερμανικά στρατεύματα.

Η Ντόρα Μάαρ υπήρξε η φωτογράφος που παρακολούθησε και απαθανάτισε με τον φακό της όλη την διαδικασία δημιουργίας του έργου «Γκερνίκα», 1937 («Guernica»), ενώ, λόγω της ψυχοσύνθεσής της, υπήρξε για τον Πικάσσο ο τύπος της «γυναίκας που κλαίει». Δυόμιση χρόνια μετά την «Γκερνίκα», στο «Γυναικείο κεφάλι» παρατηρείται η ίδια χρωματική αντίληψη, με την οποία εκφράζεται η απαισιοδοξία της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η “Κοιμωμένη” είναι το πιο γνωστό έργο του Χαλεπά στο ευρύ κοινό. Η πρωτότυπη σύνθεση σε μάρμαρο έγινε για τον τάφο της δεκαοχτάχρονης Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική. Ο Χαλεπάς όμως αποφεύγει την απόλυτη ακαμψία με το λυγισμένο πόδι και την ελαφρά στροφή του κεφαλιού. Η πλαστική απόδοση της σάρκας αλλά και της διαφορετικής υφής των υφασμάτων και του σεντονιού χαρίζουν ιδιαίτερη ζωντάνια στο έργο. Το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας έχει μια έκφραση ηρεμίας. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα, μοιάζει παραδομένη σε ένα γαλήνιο ύπνο. Η στάση της αποδίδεται με απόλυτη φυσικότητα, ενώ οι πτυχώσεις των υφασμάτων είναι δουλεμένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στον κόσμο των νεκρών είναι ο σταυρός που κρατάει στο στήθος. Το στοιχείο αυτό συνδέει τη σύνθεση με την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και με τις αντιλήψεις των κλασικιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια. Οι κλασικιστές θεωρούσαν το θάνατο έναν αιώνιο ύπνο χωρίς όνειρα.

Το εκμαγείο της σύνθεσης έγινε το 1980 από συνεργείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο και στο δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη. Ήταν μια προσπάθεια να διασωθούν από τη φθορά, λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο ύπαιθρο, ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.