Ένα έργο μνημειακών διαστάσεων του Κωνσταντίνου Παρθένη, μια κυκλική σύνθεση, που απεικονίζει το κεφάλι του Χριστού σε υπερφυσική κλίμακα, μαγνητίζει το βλέμμα του επισκέπτη στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Χριστός, ένας ώριμος γενειοφόρος άνδρας, με το ακάνθινο στεφάνι στα μαλλιά, στρέφει ένα δακρυσμένο βλέμμα γεμάτο οδύνη προς τον ουρανό. Ένας κρουνός από χρυσοκίτρινο φως, που αντικαθιστά το φωτοστέφανο, λούζει το θείο πρόσωπο χαρίζοντάς του μια υπερκόσμια λάμψη και τονίζοντας την πλαστικότητά του.

Ο εξανθρωπισμός του δόγματος και η δραματική απόδοση του θείου πάθους ανήκουν στην εικονογραφία της καθολικής εκκλησίας όπως διαμορφώθηκε στον καιρό της Αντιμεταρρύθμισης και κυριάρχησε στο Μπαρόκ (17ος αιώνας). Ο Χριστός του Παρθένη ανήκει σε μια τυπολογία που συναντάται συχνά στον Θεοτοκόπουλο (El Greco), αλλά η συγκεκριμένη σύνθεση φαίνεται να εμπνέεται από μια ανάλογη κυκλική σύνθεση του Γκουΐντο Ρένι. Το θέμα, η συγκινησιακή φόρτιση, η κυρίαρχη μπλε τονικότητα που εμψυχώνεται από το συμπληρωματικό κίτρινο του φωτός, η τεχνική της στιγμογραφίας, κατατάσσουν αυτό το πρώιμο έργο του Παρθένη στον Συμβολισμό της Secession της Βιέννης όπου είχε κάνει τη μαθητεία του ο νέος Έλληνας ζωγράφος.

Τα «Πρώτα βήματα» είναι ένα από τα πιο γνωστά και τα πιο αγαπημένα έργα του Ιακωβίδη. Η σκηνή ξετυλίγεται σε ένα εσωτερικό βαυαρέζικου χωριάτικου σπιτιού που πλημμυρίζει από φως από το ανοικτό παράθυρο. Η γιαγιά, ντυμένη με σκούρους βυσσινί τόνους, κρατάει το ξανθόμαλλο μωρό, που, γεμάτο θάρρος και χαμόγελο, κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο, πατώντας πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι. Η γιαγιά έχει αφήσει σε μια γωνιά το κόκκινο πλεκτό της. Προσέξτε αυτή την κόκκινη νότα στα έργα του Ιακωβίδη, που την έχουμε ξαναδεί στους πίνακες του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα. Η μεγαλύτερη αδελφή του μωρού, που κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στο πρώτο επίπεδο του πίνακα, ανοίγει την αγκαλιά της για να υποδεχτεί το μωρό και να το προστατεύσει. Προσέξτε την επίδραση του φωτός επάνω στις μορφές: το μωρό «λαμπαδιάζει» ολόλευκο και ολόξανθο. Γίνεται έτσι το σύμβολο της νέας ζωής που ανατέλλει. Το φως που έρχεται αντίθετα «ανάβει» και τονίζει με μια φωτεινή αύρα τα περιγράμματα του κοριτσιού. Το έργο αποπνέει ζωντάνια και ζωική ευφορία.
Το έργο αυτό εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1892 στο Glaspalast του Μονάχου και οριοθετεί μια βασική αλλαγή στην ερμηνεία του φωτός στο έργο του Ιακωβίδη. Το φυσικό φως εισβάλλει στη σκηνή από το παράθυρο και την πλημμυρίζει, χαρίζοντάς της παλμό και ατμόσφαιρα.

Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα πιο τολμηρά έργα του Ιακωβίδη από την άποψη της τεχνικής και του φωτισμού. Η χαρούμενη σκηνή έχει τοποθετηθεί στο ολοφώτεινο δωμάτιο ενός βαυαρικού χωριάτικου σπιτιού, που φωτίζεται από δύο παράθυρα, ένα αριστερά και ένα στο κέντρο. Τα παράθυρα αυτά φωτίζουν τη σκηνή με διπλό τρόπο και καθώς το φως έρχεται αντίθετα, από το κεντρικό παράθυρο, θέτει στο ζωγράφο ένα πρόβλημα που θα λύσει με αριστοτεχνική μαεστρία, όπως θα διαπιστώσουμε. Ας δούμε όμως τους πρωταγωνιστές της σκηνής: τους τέσσερις νεαρούς μουσικούς. Ο πρώτος, ο καθιστός, παίζει τύμπανο, ο δεύτερος τεντώνεται για να φυσήξει με δύναμη τη σάλπιγγα, ο τρίτος, που μισοκρύβεται, φαίνεται να παίζει φυσαρμόνικα και ο τέταρτος που στέκεται λίγο μακριά, μη έχοντας αληθινό μουσικό όργανο, φυσάει με δύναμη ένα ροδοκόκκινο ποτιστήρι. Όλα τα παιδιά είναι ξυπόλητα. Ποιοι είναι οι ακροατές της παιδικής συναυλίας; Η μητέρα που κάθεται αριστερά, κοντά στο παράθυρο, και κυρίως η μικρή αδελφούλα που απλώνει τα χεράκια της προς τους μουσικούς. Μια άλλη μεγαλύτερη αδελφή κάθεται μπροστά στο κεντρικό ανθοστόλιστο παράθυρο. Ο ζωγράφος «βλέπει» τη σκηνή του από ψηλά, γι’ αυτό οι σανίδες του πατώματος έχουν απεικονιστεί προοπτικά. Σε αυτό το ηχηρό, γεμάτο ζωντάνια, πανηγύρι πρωταγωνιστές είναι το φως και το χρώμα. Όλη η σκηνή πλημμυρίζει από πορτοκαλί τόνους που γίνονται ακόμη πιο ζωηροί, καθώς ο ζωγράφος βάζει δίπλα τους το συμπληρωματικό γαλάζιο. Το φως έρχεται αντίθετα και κάνει τους όγκους των παιδιών σκοτεινούς και βαρείς, αλλά τα περιγράμματα φωτίζονται έντονα. Έτσι το πουκάμισο του πρώτου αγοριού γίνεται διάφανο. Το πρόσωπο του μεγάλου κοριτσιού έχει «λιώσει» μέσα στο φως. Εδώ ο Ιακωβίδης οδηγεί την τέχνη του ως τα όριά της, δηλαδή ως τον Ιμπρεσιονισμό. Το έργο ζωγραφίστηκε δύο φορές. Ο πρώτος πίνακας εκτέθηκε το 1896, στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Τα χρώματά του ήταν πιο ψυχρά, πιο γκρίζα, όπως παρατήρησε σε μια κριτική του ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Ο Ιακωβίδης το ξαναζωγράφισε, για να το στείλει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου και βραβεύτηκε. Αυτή η λαμπερή παραλλαγή είναι εκείνη που θαυμάζουμε τώρα στην Εθνική Πινακοθήκη.

Η δραματική σκηνή που βλέπουμε εδώ τοποθετείται στο εσωτερικό μιας ορθόδοξης εκκλησίας, μπροστά στο βημόθυρο. Έχει προηγηθεί άγριος βανδαλισμός και ιεροσυλία από τους Τούρκους, που έχουν απογυμνώσει την εκκλησιά από τα πολύτιμα σκεύη της, που τα βλέπουμε συσσωρευμένα στο δάπεδο. Η πρωταγωνίστρια, ωστόσο, της σκηνής είναι η όμορφη ημίγυμνη Ελληνοπούλα που βρίσκεται δεμένη στα στασίδια της εκκλησιάς. Το πρόσωπό της μαρτυρεί πόνο, αγανάκτηση και θυμό.
Η σκηνή αυτή έχει ζωγραφιστεί με ακρίβεια και δεξιοτεχνία που χαρακτήριζαν τον γαλλικό ακαδημαϊσμό, ο οποίος είχε πάρα πολύ επηρεαστεί από τη φωτογραφία. Η κόκκινη ζώνη είναι το μόνο έντονο χρώμα σε αυτό τον πίνακα, όπου κυριαρχούν οι καστανόχρωμοι τόνοι.

Το έργο, παρά το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης ήταν τότε άγνωστος και την άσχημη του κατάσταση, αγοράστηκε το 1952 από την Εθνική Πινακοθήκη για την αισθητική αξία που απέπνεε. Το 1978, ο Cesare Brandi σε άρθρο του στο περιοδικό Burlington Magazine το απέδωσε στο Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο (Gentile da Fabriano) και το χρονολόγησε γύρω στο 1418. Στη συνέχεια οι Roberto Longhi και Federico Zeri το απέδωσαν στον Τζανίνο ντι Πιέτρο ενώ η Keith Christiansen, η οποία συμφωνεί με αυτή την απόδοση, το χρονολογεί γύρω στο 1405-1410.

Πολλά έργα του καλλιτέχνη, όπως αυτό της Πινακοθήκης, είχαν αποδοθεί στον Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο (Gentile da Fabriano), πράγμα που μαρτυρεί την αλληλοεπίδραση των δύο ζωγράφων, ενώ εμφανής είναι και η επίδραση του Μισελίνο ντα Μπεζότζο (Michelino da Besozzo) που εργαζόταν στη Βενετία μέχρι το 1410.
Η Παναγίας με το Θείο Βρέφος και Αγγέλους (θέμα αρκετά συχνό στα έργα που του αποδίδονται) χαρακτηρίζεται από την κομψότητα και τη χάρη του υστερογοτθικού στυλ. Ακολουθώντας τον πολύ διαδεδομένο, κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, εικονογραφικό τύπο της Madonna dell’Umilta, στον οποίο η Παναγία κάθεται καταγής, η Παναγία του πίνακα κάθεται μέσα σ’ έναν ανθισμένο αγρό και κρατάει στα γόνατά της το Θείο Βρέφος. Στα περίτεχνα φωτοστέφανά τους διακρίνονται με μεγάλη πλέον δυσκολία οι επιγραφές: Santa Maria Mater Dei, για την Παναγία και Jesus Nacarenum rex Judeorum για τον Χριστό. Τα χέρια τους στα αριστερά ενώνονται σε ένα σύμπλεγμα με το κοτσάνι ενός λουλουδιού (σήμερα κατεστραμμένου) που πρέπει να ήταν ένα τριαντάφυλλο, σύμβολο συγχρόνως της Παναγίας και του Θείου Πάθους. Περιστοιχίζονται από πέντε αγγέλους σε μικρότερη κλίμακα, δύο δεξιά σε στάση προσκύνησης, ένας τρίτος στα αριστερά υμνεί με τα χέρια τεταμένα προς τον ουρανό ενώ οι άλλοι δύο στο κάτω μέρος της σύνθεσης, μαζεύουν λουλούδια .