Ο Μιχάλης Τόμπρος πρωτοστάτησε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στη νεοελληνική τέχνη. Από το 1925 έως το 1928 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη επισκεφθεί τη γαλλική πρωτεύουσα τρεις φορές. Η τελευταία τριετής παραμονή ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του ύφους του, που χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυισμό: από τη μία παραστατικές γυναικείες μορφές, εμπνευσμένες συχνά από τη γλυπτική του Αριστίντ Μαγιόλ, και δημόσια μνημεία ακαδημαϊκού χαρακτήρα, και από την άλλη κυβιστικές ή σουρεαλιστικές συνθέσεις από το τέλος της δεκαετίας του 1920.

Οι “Δύο φίλες” είναι ένα θέμα που ο Τόμπρος δούλεψε σε διάφορες παραλλαγές, μεγέθη και υλικά από το 1929 έως το 1933 και σηματοδοτούν τη στροφή του σε ένα ύφος αρχαϊκό, αυστηρό και λιτό, χωρίς περιττές λεπτομέρειες, με στόχο την προβολή του ουσιώδους.

Ο Ιωάννης Κόσσος ανήκει στην πρώτη γενιά νεοελλήνων γλυπτών που σπούδασαν στο Σχολείον των Τεχνών και διδάχθηκαν τον νεοκλασικισμό.
Ανταποκρινόμενος στο αίτημα απομνημόνευσης της πρόσφατης, αλλά και της σύγχρονής του ιστορίας, αναδείχθηκε σε εθνικό γλύπτη, απεικονίζοντας σε ανδριάντες, κυρίως όμως σε προτομές, αγωνιστές της Επανάστασης και προσωπικότητες της εποχής. Παράλληλα ασχολήθηκε με αλληγορικές και μυθολογικές συνθέσεις, παραδοσιακά θέματα του νεοκλασικισμού.

Η Ιταλίδα Αδελαΐδα Ριστόρι (1822-1906) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του 19ου αιώνα. Το 1865 επισκέφθηκε την Αθήνα, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Την ίδια χρονιά, κατά πάσα πιθανότητα, ο Ιωάννης Κόσσος φιλοτέχνησε την προτομή της σε γύψο, το μαρμάρινο αντίτυπο της οποίας αγοράστηκε το 1950 από την Εθνική Πινακοθήκη. Είναι, μάλιστα, ένα από τα πέντε πρώτα γλυπτά που περιήλθαν στη συλλογή γλυπτικής του μουσείου με αγορά.

Αξιοποιώντας την νεοκλασική του παιδεία, ο Κόσσος αποδίδει τη μορφή της ηθοποιού με έντονα ιδεαλιστική διάθεση, η οποία τονίζεται από την απουσία κόρης και ίριδας στα μάτια και από το βλέμμα, που δεν εστιάζει σε συγκεκριμένο σημείο. Το στέρνο είναι γυμνό, χωρίς τονισμό των λεπτομερειών, ενώ η έμφαση δίνεται στο κεφάλι, όπου ξεχωρίζει η στυλιζαρισμένη, αλλά περίτεχνη κόμμωση.

Ο Λεωνίδας Δρόσης ανήκει στην πρώτη γενιά των νεοελλήνων γλυπτών που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμορφώθηκαν στο πνεύμα του κλασικισμού που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν και με ταξίδια στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Δρέσδη, τη Βιέννη και τη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο, αναδείχθηκε στο σημαντικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού κλασικισμού.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο ο Δρόσης γνώρισε τον ιδρυτή της Ακαδημίας, βαρόνο Σίμωνα Σίνα, ο οποίος το 1860 του ανέθεσε την κατασκευή των τεσσάρων αετωμάτων της Ακαδημίας, καθώς και ολόκληρη τη γλυπτική διακόσμηση του κτιρίου αργότερα. Ο Δρόσης φιλοτέχνησε τελικά μόνο το κεντρικό αέτωμα, με θέμα τη «Γέννηση της Αθηνάς». Την ίδια χρονιά παρουσίασε το πρόπλασμα στην έκθεση των Ολυμπίων, μαζί με δύο ακόμη προγενέστερα προπλάσματα, κερδίζοντας το χρυσό νομισματόσημο.

Στο κέντρο της σύνθεσης δεσπόζει η καθιστή μορφή του Δία, που πλαισιώνεται από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, ενώ λίγο πιο πέρα η Ήρα παρακολουθεί ζηλότυπα και η Ίρις είναι έτοιμη να μεταφέρει τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης. Τα υπόλοιπα συμπλέγματα συνδέονται με την κεντρική σύνθεση, ενώ τα άκρα κλείνουν με τις μορφές του ανερχόμενου ήλιου και της κατερχόμενης νύχτας. Η σύνθεση είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στο πνεύμα του κλασικισμού και, όπως και ο υπόλοιπος γλυπτικός διάκοσμος της Ακαδημίας, λειτουργεί σαν σύμβολο της αναγεννώμενης Ελλάδας, ενώ η γλυπτική αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής, σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα.