Ο Νικηφόρος Λύτρας θεωρείται ο θεμελιωτής της Σχολής του Μονάχου και ως καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, όπου διορίστηκε το 1866, μετά την επιστροφή του από το Μόναχο, μόρφωσε γενιές Ελλήνων ζωγράφων.

Ας δούμε μια χαρακτηριστική ηθογραφική σκηνή του Νικηφόρου Λύτρα. Μια οικογένεια, ο πατέρας, η μάνα και τα δυο τους παιδιά επιστρέφουν από ένα πανηγύρι στην Πεντέλη. Είναι χειμώνας, αφού τα δέντρα είναι γυμνά. Όλοι φορούν τις γιορτινές τοπικές φορεσιές τους. Ο πατέρας κάθεται πάνω στο γαϊδουράκι, που είναι στολισμένο με πλουμιστές κουβέρτες και παίζει το λαγούτο. Από το σαμάρι κρέμεται ένα φλασκί για το κρασί. Η μάνα ακολουθεί πεζή με το μικρότερο παιδί στους ώμους, το οποίο κρατάει ένα κουλούρι από το πανηγύρι. Το μεγαλύτερο αγόρι περπατά πλάι στη μητέρα και συνοδεύει τους ήχους του λαγούτου με τη φλογέρα του. Ένα χαρούμενο σκυλί προηγείται της συντροφιάς. Η εύθυμη συντροφιά κατηφορίζει από το λόφο και κατευθύνεται προς το θεατή. Αισθανόμαστε ότι σε λίγο θα βγουν από το κάδρο και θα μπουν στο δικό μας πραγματικό χώρο. Το κέφι τους μας το μεταδίδουν κι εμάς: τα ζωηρά χρώματα, άσπρα, κόκκινα, μαύρα και χρυσαφιά ταιριάζουν με τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της σκηνής. Ο Νικηφόρος Λύτρας τη ζωγράφισε με πολύ μαεστρία και ακρίβεια, αποδίδοντας το χαρακτήρα και τα αισθήματα κάθε προσώπου.

Στο “Φίλημα” η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού. Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και το χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στο χώρο.

Ξαναβρίσκουμε εδώ το γνώριμο ύφος του Μιχάλη Οικονόμου. Η κατακόρυφη σύνθεση στηρίζεται σε μια διαγώνιο. Ένα δίπατο σπίτι ακουμπά σε έναν πελώριο βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Μια κόκκινη βάρκα είναι δεμένη στο ακρογιάλι. Μια γυναικεία φιγούρα, ενσωματωμένη και πάλι μες το τοπίο, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια ενός ανηφορικού δρόμου. Δεν υπάρχουν σκιές. Το χρωματικό σχήμα είναι αυτό που χρησιμοποιεί πάντα ο Μιχάλης Οικονόμου: λευκό, ώχρα, γαλάζιο, κόκκινο και λίγο μαύρο. Όλα ταλαντεύονται αιχμάλωτα μέσα σε σχήματα ρευστά, σε περιγράμματα σβησμένα, μουλιασμένα από την ατμόσφαιρα. Όλα κρατιούνται στην επιφάνεια, φωνάζοντας προς εμάς: είμαι μια ζωγραφιά, όχι μια «φωτογραφική» εικόνα του κόσμου.

Ο Μιχάλης Οικονόμου, όπως και οι άλλοι Έλληνες ζωγράφοι, επηρεάστηκαν από τους Γάλλους ζωγράφους που είχαν ιδρύσει την Ομάδα των Ναμπί. Ναμπί στα εβραϊκά σημαίνει μικρός προφήτης. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ζωγράφοι Πιερ Μποννάρ (1867 – 1947), Εντουάρ Βυγιάρ (1868 – 1940), Μωρίς Ντενί (1870 – 1943) κ.ά. Ζωγραφίζουν τοπία, εσωτερικά, νεκρές φύσεις, σκηνές της καθημερινής ζωής, με ενσωματωμένες μορφές, σαν να αποτελούν μέρος του χώρου, όπως ακριβώς κάνει και ο Μιχάλης Οικονόμου. Συχνά φορτίζουν τις εικόνες τους με συμβολικό περιεχόμενο. Κάπως έτσι πρέπει να εννοήσουμε και τις ζωγραφιές του Οικονόμου, σαν ένα ταξίδι στο χώρο των ονείρων.”