Ο Βλάσης Κανιάρης είναι από τους πιο τολμηρούς και πρωτότυπους εκπροσώπους της ελληνικής πρωτοπορίας, με αναγνωρισμένη δράση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη (Ιταλία, Παρίσι, Βερολίνο). Μετά από μια πρώιμη θητεία στη ζωγραφική του καμβά, στην αφαίρεση και στο κολλάζ, η τέχνη του κατακτά τον χώρο. Ο Κανιάρης σκηνοθετεί δρώμενα στον χώρο με πρωταγωνιστές ανθρώπινες φιγούρες δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση και νέο νόημα, με κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, στην Ποπ-αρτ και στην Αρτε Πόβερα (φτωχή τέχνη). Στο έργο Τοπίο, μέσα από μια γαλάζια ζωγραφικά ευαίσθητη επιφάνεια, αναδύονται αγωνιώδη χέρια που μοιάζει να έχουν βγει από εκμαγείο. Έχουν διαρρήξει την επιφάνεια του καμβά και χειρονομούν, άλλοτε απειλητικά (σφιγμένη γροθιά), άλλοτε παρακλητικά, επιζητώντας όχι μόνο μια θέση στο φως αλλά και το δικαίωμα να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο, να διαμαρτυρηθούν. Ακόμη ένα έργο με λανθάνον πολιτικό μήνυμα.

Η νοσταλγία μιας Αθήνας που χάνεται, μιας καθημερινότητας οικείας που εξαφανίζεται μέσα στη μαζική ανωνυμία μιας απρόσωπης μεγαλούπολης, αποτέλεσε ένα ανεξάντλητο ορυχείο για την έμπνευση του Μπάρμπα Σπύρου, όπως τον αποκαλούσαν με συμπάθεια οι πολυπληθείς θαυμαστές της ζωγραφικής του. Οι λαϊκές ρίζες της τέχνης του, που συνδυάζουν την παράδοση με τον μοντερνισμό, τον εντάσσουν στους αυθεντικούς εκπροσώπους της Γενιάς του Τριάντα, στην οποία άλλωστε ανήκε και ηλικιακά.
Ο μικρόκοσμος της οδού Γουέμπστερ, που απεικονίζει μια γωνιά του εργαστηρίου του στην περιοχή της Ακρόπολης, εκφράζει πολύ παραστατικά τον κόσμο του ζωγράφου. Σ’ έναν τοίχο, ανάμεσα σε δυο ανοίγματα, ένας παλιός καθρέφτης μας δίνει την αντανάκλαση από ένα μισοτελειωμένο πίνακα με μια μοναχική καρέκλα ακουμπισμένη στην άμμο πλάι στη θάλασσα. Είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα που ο Σπύρος Βασιλείου ζωγράφιζε στο εξοχικό του στην Ερέτρια.
Ένας άλλος πίνακας απεικονίζει τη θέα της Ακρόπολης από το σπίτι του με όλα τα νεότερα κτίσματα σε πρώτο επίπεδο. Η συμπαράθεση των αρχαίων ή των ωραίων νεοκλασικών με τις νέες κακόγουστες μαζικές πολυκατοικίες, που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την Αθήνα, ήταν από τα αγαπημένα θέματα του Σπύρου Βασιλείου. Το πραγματικό θέαμα, του Ηρωδείου και της Ακρόπολης, αποκαλύπτουν δυο μπαλκονόπορτες δεξιά και αριστερά από τον τοίχο. Ο ουρανός καλύπτεται από φύλλα χρυσού. Οι πολλαπλοί εγκιβωτισμοί, πίνακες μέσα στον πίνακα, ανακλάσεις έργων μέσα στον καθρέφτη, δημιουργούν μια συναρπαστική εικόνα που γοήτευε από πολύ παλιά τους ζωγράφους, ιδιαίτερα τους μανιεριστές του 16ου αιώνα. Ο Σπύρος Βασιλείου συνδυάζει ένα σχέδιο ακριβές με ανάλαφρα ατμοσφαιρικά χρώματα, που μεταφράζουν την αιθέρια ποιότητα του αττικού φωτός. Οι χρυσές ώχρες συνομιλούν με τα συμπληρωματικά γαλάζια πλάι στη σιωπή του λευκού τοίχου.

Ο Χρήστος Καράς ανήκει στη δυναμική γενιά του ’60 που έδωσε σημαντικούς ζωγράφους και ανανέωσε τη ζωγραφική του καβαλέτου. Η ζωγραφική του είναι ανθρωποκεντρική. Στη δεκαετία του ’70, επηρεασμένος από την Ποπ-αρτ και τον αμερικανικό Υπερ-ρεαλισμό, δημιουργεί ένα προσωπικό ύφος όπου ανθρώπινες μορφές, άνθη, καρποί και αντικείμενα απεικονίζονται μ’ ένα τρόπο επηρεασμένο από τις γραφικές τέχνες. Στον πίνακα με τις Τρείς Χάριτες οι γυναικείες μορφές, ημίγυμνες, καλυμμένες με λευκά ιμάτια που κυματίζουν, ατμοσφαιρικά σχεδιασμένες με αβρό σκιοφωτισμό, προβάλλονται σαν φασματικές παρουσίες πάνω σ’ ένα σκοτεινό φόντο. Στο πρώτο επίπεδο μια νεκρή φύση με αντικείμενα και φρούτα απεικονίζεται με το ίδιο ύφος. Από τη μισάνοιχτη πόρτα διακρίνουμε μια λευκή αρχαία περικεφαλαία τοποθετημένη πάνω σε μια ψηλή ορθογώνια βάση που προβάλλει τη σκοτεινή σκιά της πάνω στον τοίχο. Η εικόνα, με τις φασματικές γυναικείες μορφές και τα ετερόκλητα αντικείμενα, δημιουργεί μια αινιγματική και μαγική ατμόσφαιρα. Η σύνθεση, με τα κάθετα στοιχεία που διαιρούν τον χώρο με βάση τη χρυσή τομή, είναι πολύ ισορροπημένη. Αν εξαιρέσουμε το χρώμα της νεκρής φύσης, ο πίνακας είναι σχεδόν μονοχρωματικός.