Ο πίνακας, που αρχικά είχε καταχωρηθεί στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης ως έργο του Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο (Michelangelo Merisi da Caravaggio), αποδόθηκε στον Τσέκο ντελ Καραβάτζο (Cecco del Caravaggio) από τον Roberto Longhi. Η ταυτότητα του επονομαζόμενου ζωγράφου Τσέκο ντελ Καραβάτζο ήταν άγνωστη. Θεωρήθηκε Γάλλος, Ισπανός ακόμα και Ολλανδός ενώ ο Gianni Papi τον ταύτισε με τον Ιταλό Francesco Boneri. (G. Pappi, «Cecco del Caravaggio», Nuova Memoria, Florence, 1992).

Ο Τσέκο ντελ Καραβάτζο (το Τσέκο είναι σύντμηση του Φραντσέσκο) δούλεψε στην Ιταλία το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Ο Mancini στο «Considerazioni sulla Pittura», π. 1620, αναφέρει κάποιο Φραντσέσκο επονομαζόμενο ντελ Καραβάτζο ως θαυμαστή και μιμητή του Καραβάτζο. Όπως φαίνεται λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφε για τον Λομβαρδό ζωγράφο ή και της ικανότητας του να τον μιμείται πήρε το ψευδώνυμο ντελ Καραβάτζο.

Ο πίνακας έχει δημιουργήσει αρκετά ερωτηματικά ως προς το περιεχόμενό του. Ο Roberto Longhi επέλεξε τον τίτλο του «Κατασκευαστή μουσικών οργάνων» βασιζόμενος στο στρογγυλό αντικείμενο που κρατάει ο νεαρός στο χέρι του, το οποίο προορίζεται να τοποθετηθεί στο ντέφι. Πέρα από αυτό και ένα βιολί, που δεν είναι όμως φανερό εάν έχει κατασκευαστεί ή έχει επισκευαστεί, δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να συσχετίζονται με αυτή την ασχολία. Η παράθεση επίσης αντικειμένων στο πρώτο επίπεδο, που, εκτός από το βιολί, δεν έχουν σχέση με τη μουσική, επιτείνει το μυστήριο του θέματος του. Αντίθετα ο A. Cottino βασιζόμενος στον αινιγματικό και αλληγορικό χαρακτήρα του έργου, επέλεξε τον τίτλο «Αλληγορικό πορτραίτο νεαρού με μουσικά όργανα» (A. Cottino, «La natura morta caravaggesca» στο «La natura morta in Italia», τ. II, σ. 726).

Με αφορμή τη δημοσίευση του έργου στο Ημερολογίου του 2018, στο εισαγωγικό κείμενο, η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης της Αθήνας, Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, σχολιάζοντας τον πίνακα, προτείνει τον τίτλο «Νεαρός μουσικός σ` εργαστήριο μουσικών οργάνων» ή «Αλληγορία των πέντε αισθήσεων», αναφέροντας: «Αρχικά και επί πολλές δεκαετίες το έργο έφερε τον τίτλο που είχε δώσει ο διάσημος Ιταλός ιστορικός Roberto Longhi «Κατασκευαστής μουσικών οργάνων». Με αυτό τον τίτλο έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις του εξωτερικού. Η πλούσια περιβολή, ωστόσο, του νεαρού με το φτερωτό καπέλο και το γαρύφαλλο στο αυτί, η ευγενική του φυσιογνωμία, αλλά και η τοποθέτησή του μέσα στη σύνθεση αποκλείουν αυτή την ταύτιση. Οι τεχνίτες, όπως γνωρίζουμε από πίνακες και μαρτυρίες της εποχής, φορούσαν πρόχειρα και φθαρμένα ρούχα, δερμάτινες ποδιές, ενώ συνήθως η αδρή τους φυσιογνωμία πρόδιδε τη λαϊκή καταγωγή τους.
Ο νεαρός ευγενής κάθεται σε μια πολυτελή καρέκλα με ψηλό ερεισίνωτο πίσω από ένα πάγκο-τραπέζι με ανοιχτά συρτάρια προς τη μεριά του θεατή. Αυτό ήταν ένα σύνηθες τέχνασμα των ζωγράφων για να ταυτίσουν νοερά τον θεατή με τον απόντα συνομιλητή του απεικονιζόμενου προσώπου. Ποιος ήταν όμως ο απών; Ένας έμπορος μουσικών οργάνων; Στην περίπτωση αυτή ο νεαρός «πελάτης» του έτεινε το νόμισμα που κρατούσε με το αριστερό χέρι για να πληρώσει το ντέφι που δοκίμαζε με το δεξιό. Μήπως ήταν ένας ντιλετάντης μουσικόφιλος που διατηρούσε και συλλογή μουσικών οργάνων; Δεν θα το μάθουμε ίσως ποτέ. Ποια είναι τα αντικείμενα που είναι άτακτα απλωμένα πάνω στο τραπέζι, αλλά υπέροχα ζωγραφισμένα με ψευδαισθησιακή αληθοφάνεια; Ένα βιολί, ένα μικρό τηλεσκόπιο, χαρτιά πρόχειρα διπλωμένα, άδειες στρογγυλές θήκες και μια καράφα κρασιού. Ας δοκιμάσουμε εδώ μια νέα ερμηνεία: Όποιο και να είναι το θέμα-πρόσχημα, ίσως η αινιγματική σκηνή αποτελεί μια αλληγορία των πέντε αισθήσεων: τα μουσικά όργανα, ο ήχος από το ντέφι και το ανήκουστο άσμα που ξεφεύγει από το μισάνοιχτο στόμα του αγοριού παραπέμπουν στην ακοή, το αριστερό χέρι που ψηλαφεί το νόμισμα υποδηλώνει την αφή, στην αφή απευθύνεται και το φτερό που κοσμεί το καπέλο του νεαρού, το μικρό τηλεσκόπιο αλλά και ολόκληρος ο πίνακας υμνούν την όραση, την όσφρηση συμβολίζει το γαρύφαλλο, ένα μυρωδάτο άνθος που δεν βρέθηκε τυχαία στο αυτί του νεαρού. Η καράφα του κρασιού τέλος βρίσκεται εκεί για να τιμήσει την Πέμπτη αίσθηση, τη γεύση. Έτσι λύνεται το μυστήριο της παράδοξης συνεύρεσης τόσο ετερόκλητων αντικειμένων σε αυτόν τον γοητευτικό πίνακα».

Ο Gianni Papi χρονολογεί το έργο στα μέσα της δεκαετίας του 1620. Μια δεύτερη παραλλαγή του έργου, με κάποιες διαφορές κυρίως στο κοστούμι, την έκφραση του προσώπου και στη θέση του μουσικού οργάνου που κρατάει ο νεαρός, φυλάσσεται στο Wellington Museum, στο Λονδίνο.

Το έργο αποδίδεται στον κύκλο του Bernard van Orley και ειδικότερα στο εργαστήριο του μαθητή ή συνεργάτη του Pieter Coecke van Aelst. Ο Coecke διατηρούσε ένα πολύ δραστήριο εργαστήριο στην Αμβέρσα, με πολλές παραγγελίες πινάκων αλλά και ταπισερί. Η μεγάλη ζήτηση εικόνων εκείνη την εποχή από την εκκλησία και τους ευγενείς, που οφειλόταν στις προσπάθειες επικράτησης της Καθολικής Εκκλησίας έναντι του Προτεσταντισμού, οδήγησαν σε μια αυξημένη παραγωγή, με θέματα κυρίως την Παναγία, την Αγία Οικογένεια και την Προσκύνηση των Μάγων.

Το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης ακολουθεί τα πρότυπα σύνθεσης ίσως του Bernard van Orley, που έχει αναπαραχθεί σε διάφορες παραλλαγές (αναφέρονται 11 τουλάχιστον), με διαφορές κυρίως στο φόντο, από το εργαστήριο του Coecke. Η σύνθεση, αρκετά σφικτή και περιεκτική ως προς την οργάνωσή της, ενσωματώνει σε έναν σχετικά μικρό χώρο τις μορφές της Παναγίας, του Βρέφους, του Ιωσήφ και ενός αγγέλου που υπερίπταται και στέφει την Παναγία.

Η Θεοτόκος, κρατώντας ένα μήλο, παρουσιάζεται ως άλλη Εύα, λυτρώτρια του κόσμου από το προπατορικό αμάρτημα μέσω του Βρέφους που κρατεί στα πόδια της, ενώ ο Ιωσήφ προτείνει προς τον Χριστό ένα αχλάδι, σύμβολο της θείας ενσάρκωσης. Η σύνθεση συμπληρώνεται με μια νεκρή φύση στο πρώτο πλάνο, κάτω δεξιά, με μήλα και αχλάδια που περικλείουν τους αντίστοιχους συμβολισμούς, καρύδια που υποδηλώνουν τη σάρκα του Χριστού και σταφύλια, μία αναφορά στη θυσία του.

Η μορφή της Παναγίας και όσα αυτή συμβολίζει είχε απασχολήσει έντονα τον Κωνσταντίνο Παρθένη σε ολόκληρη την πορεία του. Το συγκεκριμένο έργο, φορτισμένο με ιδιαίτερη σημασία, θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά στο διάστημα από τις αρχές του 1930 έως τις αρχές του Μαΐου του 1935, όπως αποδεικνύεται από τη συγκινητική αφιέρωση που ο ζωγράφος προσθέτει στην πίσω πλευρά του καμβά με αφορμή τα γενέθλια της κόρης του στις 9 Μαΐου: Αγαπητή μου Σοφία, / για τα 21 χρόνια σου δέξου και φύλαξε πάντα / αυτή την Παναγία που με την μεγάλη της / στοργή και αυτή πάντα θα σε προστατεύη / ο πατέρας σου / Κ. Παρθένης,

Η πίσω πλευρά κρύβει πολλές ακόμη πληροφορίες κάθε είδους για το έργο και την ιστορία του. Οι ετικέτες που είναι κολλημένες επάνω στο τελάρο μαρτυρούν ότι ο πίνακας εγκατέλειψε την οικία της οικογένειας Παρθένη για να εκτεθεί στην ΧΧΙ Μπιεννάλε της Βενετίας το 1938 (αριθμός καταλόγου 373).

Η “Παναγία με τον Χριστό” αποκαλύπτουν επίσης πολλά για την εξέλιξη της ζωγραφικής του Παρθένη. Αντιστρέφοντας τη συνηθισμένη χρήση του καμβά, ο ζωγράφος ζωγραφίζει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 όχι στην πλευρά που καλύπτεται από τη λευκή προετοιμασία, αλλά στη γυμνή πλευρά του λινού υφάσματος, υποβάλλοντας την αίσθηση ενός «χώρου» άυλου, ενεργού, κατοικημένου από γραμμές με μολύβι, απειροελάχιστες γραμμώσεις, αμυδρές πινελιές διαφορετικής διάρκειας και λεπταίσθητων χρωματικών τόνων. Αναδεικνύεται έτσι ο εντυπωσιακός και υψηλής λεπτότητας χρωματικός πλούτος της ζωγραφικής του Παρθένη. Πρόκειται εδώ για ένα παιχνίδι του ζωγράφου με την ώχρα, το χονδροκόκκινο και το μπλε, που, ως μουσική σύνθεση, ιχνηλατούν πότε την παρουσία του ουρανού και πότε του ουράνιου, ενώ την ίδια στιγμή κάνουν ορατή την τρυφερή σχέση μητέρας και θείου Βρέφους, τη στοργή του πατέρα για την κόρη, την ικανότητα της ζωγραφικής να μπολιάζει το ανθρώπινο με το θεϊκό.