Η Φρόσω Ευθυμιάδη σπούδασε κεραμοπλαστική στη Βιέννη και για ένα μεγάλο διάστημα δημιουργούσε αποκλειστικά ρεαλιστικά έργα σε τερακότα. Το 1955 εγκατέλειψε την τερακότα και στράφηκε στη χρήση του μετάλλου. Συγχρόνως τα έργα της έγιναν πολύ αφαιρετικά, η φυσική φόρμα όμως παρέμεινε πάντα αναγνωρίσιμη.

Η γυναικεία μορφή ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία πλήθους μικρών ή μεγάλων συνθέσεων. Άλλοτε στατικές και άλλοτε σε κίνηση, αποτυπώνουν την προσωπική ματιά της γλύπτριας για την αρμονική απόδοση της γυναικείας χάρης.

Η “Γυναίκα του Λωτ” είναι η μοναδική που παριστάνει μια μορφή θρησκευτική. Για την απόδοσή της η Ευθυμιάδη δανείστηκε το σχήμα μιας οργανικής μορφής: ενός κοινού μικροσκοπικού κοχυλιού. Έτσι, απέδωσε την καθαρή φόρμα της γυναίκας που έμεινε “στήλη άλατος”. Το ίδιο το σχήμα του κοχυλιού της πρόσφερε τη λύση για τη δημιουργία του έργου, καθώς περιελίσσεται και ανελίσσεται αδιάκοπα. Σχηματική, αλλά απολύτως αναγνωρίσιμη, η “Γυναίκα του Λωτ”, τυλιγμένη στο μανδύα της, στέκεται πετρωμένη, ασάλευτη και σιωπηλή.

Η ρεαλιστική και συγχρόνως ψυχογραφική απόδοση των εικονιζομένων σε προτομές, που είχε ήδη επικρατήσει στην Ευρώπη, κέντρισε και το ενδιαφέρον του Δ. Φιλιππότη, που, την περίοδο 1864-1870, συνέχιζε τις σπουδές του στη Ρώμη.

Η προτομή της Ειρήνης Αμπανοπούλου, μιας όμορφης νέας γυναίκας, είναι σκαλισμένη με σχεδόν γενικευτική διάθεση στο γυμνό στέρνο και τους ώμους, με τις μαλακές καμπύλες και τις ελαφρές εξάρσεις και υφέσεις της επιφάνειας του μαρμάρου, αλλά με ιδιαίτερη δεξιότητα στην απόδοση της απαλής και σφριγηλής νεανικής σάρκας. Η ρεαλιστική αντίληψη του γλύπτη δηλώνεται σαφέστερα στην απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, με τα λεπτά φρύδια, την κόρη και την ίριδα των ματιών, τη λεπτή, καλλίγραμμη μύτη και το μικρό στόμα, καθώς και στη δαντελωτή απόληξη του φορέματος με το χαμηλό ντεκολτέ και φτάνει στο αποκορύφωμά της στην περίτεχνα δουλεμένη κόμμωση, με τη μακριά κοτσίδα που τυλίγεται στο κεφάλι σαν στέμμα.