Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.
Χαρακτηριστικό είναι το εικονογραφικό σύνολο «Οι νικημένοι της ζωής», ένα «συμβολικό μνημείο» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος. Εννέα ξεχωριστά έργα ενταγμένα σε ένα αρχιτεκτονικό σύνολο θα συνέθεταν μια ενότητα, που θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής. Στα έργα αυτά χαρακτηριστικά της γλυπτικής του Rodin αναγνωρίζονται τόσο στο περιεχόμενο, καθώς η ανθρώπινη μορφή εξυπηρετεί την απόδοση των συμβολισμών που θέλει να εκφράσει ο γλύπτης, όσο και στο πλάσιμο των σωμάτων – εύρωστα, ρωμαλέα και με τονισμένη μυολογία τα ανδρικά, με μαλακές και ρευστές καμπύλες τα γυναικεία.
Το 1907 ο Δημητριάδης φιλοτέχνησε τον «Σκεπτόμενο» (ή το «Δίλημμα»), μια κλειστή περίοπτη σύνθεση, με εμφανές εικονογραφικό πρότυπο τον «Στοχαστή» του Ροντέν. Το έργο, αν και δεν αναφέρεται ως μέρος της, ανταποκρίνεται απόλυτα στο περιεχόμενο της ενότητας “Οι νικημένοι της ζωής”, την οποία ο Δημητριάδης δούλευε την περίοδο 1906-1911, και με την οποία το συνδέουν, επίσης, κοινά εικονογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το γυμνό, μυώδες σώμα του άνδρα και τα ακατέργαστα τμήματα του μαρμάρου.
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο Νάρκισσος και η Ηχώ είναι ένα χαρακτηριστικό μυθολογικό θέμα, που εικονίζεται σε μια τοιχογραφία της Πομπηίας του 1ου μ.Χ. αιώνα και ενέπνευσε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, ο Νάρκισσος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, που ερωτεύτηκε την εικόνα του όταν έσκυψε σε μια πηγή να ξεδιψάσει. Γοητευμένος από τη μορφή του, αφέθηκε να πεθάνει. Στο σημείο που πέθανε φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν νάρκισσο. Η νύμφη Ηχώ ήταν μια από τις κοπέλες που είχαν ερωτευτεί τον Νάρκισσο, ο έρωτάς της όμως δεν είχε ανταπόκριση. Απελπισμένη αποτραβήχτηκε στη μοναξιά της και εξασθένησε τόσο, που δεν έμεινε παρά η φωνή της.
Για να αναπαραστήσει τον αρχαίο μύθο ο Βρούτος δημιουργεί δύο μορφές, που λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και ως ενιαίο σύνολο, τις οποίες αποδίδει ακολουθώντας τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του μύθου: ο Νάρκισσος, καθισμένος σε βράχο διακοσμημένο με νάρκισσους, σκύβει το κεφάλι σαν να καθρεφτίζεται στο νερό και μειδιά αυτάρεσκα, καθώς αντικρίζει τη μορφή του, ενώ η Ηχώ, καθισμένη σε βράχο, προσπαθεί να φωνάξει.
Η “”Ωραία Αδριάνα”” παίζει την κιθάρα της καθισμένη κάτω από μια κερασιά, φορτωμένη με καρπούς, σε έναν κήπο στολισμένο με ανθισμένες γλάστρες, όπου κυκλοφορεί ένα παγώνι. Έχει τα μαλλιά λυμένα και φοράει όμορφα πολύχρωμα ρούχα. Η σκηνή περιβάλλεται από ένα ζωγραφικό κόκκινο πλαίσιο. Το σχέδιο έχει ασφαλώς λάθη, αλλά μπορούμε να θαυμάσουμε τα στοιχεία εκείνα που έκαναν κριτικούς και ζωγράφους να θεωρούν τον Θεόφιλο ένα μοντέρνο καλλιτέχνη. Ο λαϊκός ζωγράφος αποφεύγει την τρίτη διάσταση, όπως ακριβώς και οι μοντέρνοι ζωγράφοι. Όλη η εικόνα αναπτύσσεται χωρίς προοπτική, στην επιφάνεια. Προσέξτε πώς ζωγραφίζει, για παράδειγμα, τη μια γλάστρα πίσω από την άλλη. Η πιο μακρινή γλάστρα απλώς ανεβαίνει πιο ψηλά. Ούτε μικραίνει ούτε αποδίδεται προοπτικά. Τα περιγράμματα είναι καθαρά και προσδιορίζουν τα όρια του χρώματος.
Είναι θαυμαστός ο τρόπος που ο Θεόφιλος χειρίζεται το χρώμα. Όλα τα χρώματα, που είναι ζωηρά, κρατιούνται στον ίδιο δυνατό τόνο. Έτσι ενοποιείται η επιφάνεια. Η ώχρα στο έδαφος και στην μπλούζα του κοριτσιού, με κόκκινους ίσκιους, η μπλε φούστα, οι γαλάζιες κάλτσες με μπλε σκιές, ο γαλάζιος ουρανός, συνθέτουν μια πλούσια αρμονία που γοητεύει το θεατή.”
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο «Έρωτας που σπάζει το τόξο του» είναι μια από τις χαρακτηριστικές μυθολογικές συνθέσεις που φιλοτέχνησε.
Στην τέχνη συναντώνται πολλά θέματα εμπνευσμένα από τον Έρωτα, τόσο στην αρχαιότητα όσο από την Αναγέννηση και μετά. Τα επεισόδια που απεικονίζονται συχνότερα είναι η εκπαίδευση ή η τιμωρία του Έρωτα, ο Έρωτας με τον αδελφό του, Αντέρωτα, ο Έρωτας και οι μέλισσες, ο Έρωτας και η Ψυχή. Παρόλα αυτά, ο Βρούτος επέλεξε μια σκηνή σπάνια: ο Έρωτας, ένα φτερωτό νεαρό αγόρι καθισμένο σε βράχο, πατά στη φαρέτρα του και προσπαθεί να σπάσει το τόξο του.
Ο Βρούτος φιλοτέχνησε το έργο γύρω στο 1896, σε μια εποχή που οι ηθογραφικές σκηνές αποτελούσαν, πλέον, ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Παρόλα αυτά, ο Βρούτος προτίμησε μια μυθολογική σύνθεση, η οποία δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αντίληψης της αρμονικής συνύπαρξης φύσης και τέχνης και της διακόσμησης του περιβάλλοντος με γλυπτά.