Ο Θωμάς Θωμόπουλος είναι από τους τελευταίους έλληνες καλλιτέχνες που μετεκπαιδεύτηκαν στο Μόναχο, σε μια εποχή που οι περισσότεροι είχαν στραφεί στο Παρίσι. Το γεγονός αυτό, πάντως, δεν τον εμπόδισε να τρέφει βαθύ θαυμασμό για τη γλυπτική του Ροντέν. Επιδιώκοντας να απομακρυνθεί από τον κλασικισμό, χαρακτηριστικά του οποίου όμως επιβιώνουν σε κάποιες περιπτώσεις, υιοθέτησε ένα εκλεκτικιστικό ύφος. Έτσι, στο έργο του συνδυάζει τον ακαδημαϊσμό με το συμβολισμό και τις ρομαντικές τάσεις, ενώ σε αρκετές συνθέσεις υιοθετεί και τη ρεαλιστική απόδοση.

“Τα μάτια της ψυχής” είναι μια σχετικά πρώιμη αλληγορική σύνθεση, εμπνευσμένη, πιθανόν, από το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Το έργο που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί τη μία από τις δύο εκδοχές του θέματος, καθώς ο Θωμόπουλος είχε κάνει και ένα έγχρωμο αντίτυπο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της εγκαυστικής. Στο αντίτυπο της Εθνικής Πινακοθήκης οι κλασικιστικές επιβιώσεις είναι εμφανέστερες και αναγνωρίζονται στο αρχαιοπρεπές φόρεμα που μόλις διακρίνεται καθώς περιβάλλει τους γυμνούς ώμους, αλλά και στη λευκότητα του μαρμάρου.

Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.

Ο αρχαίος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, γοητευμένος από την όμορφη Λήδα, σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω, μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να ενωθεί μαζί της, υπήρξε ένα θέμα δημοφιλές στην αρχαία και την ευρωπαϊκή τέχνη, με συνθέσεις που παριστάνουν την περίπτυξη των δύο μορφών σε διάφορες εκδοχές. Ο Βρούτος, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, φιλοτέχνησε τη “Λήδα με τον κύκνο” σε μια ήρεμη σκηνή, με τη Λήδα καθισμένη να χαϊδεύει με τρυφερότητα τον κύκνο, που ανοίγει τις φτερούγες και αγκαλιάζει τα πόδια της.

Ο πίνακας εικονογραφεί ένα απόσπασμα από τα Ειδύλλια (Χ.69) του Βιργίλιου που υμνεί την ακαταμάχητη δύναμη του Έρωτα: «Amor vincit omnia et nos cedamus amori». Ο ζωγράφος καταφεύγει στη μορφή του φτερωτού εφήβου που κρατάει στο χέρι του το τόξο, χαρακτηριστικό σύμβολο του ερωτιδέα. Η ένδεια και η απογύμνωση του νεαρού ο οποίος έχει στραμμένο, προς τον θεατή, το μελαγχολικό και σαρκαστικό, συνάμα, βλέμμα του, έρχεται σε αντίθεση με τον πλούτο των αντικειμένων που τον περιτριγυρίζουν: την τεράστια άρπα, την σμιλεμένη πανοπλία, τα βιβλία και τα μουσικά όργανα, τον αστρολάβο, το γλυπτό κεφάλι και την παλέτα του ζωγράφου, αντικείμενα που συμβολίζουν την ικανοποίηση και την ανθρώπινη γνώση που ο Έρωτας περιφρονεί και υποδουλώνει με το πάθος του. Το είδος της αλληγορικής αυτής αναπαράσταση, της οποίας το διφορούμενο ήταν ένα από τα πλέον γοητευτικά στοιχεία, είχε μεγάλη ζήτηση από τους αριστοκράτες και τους υψηλά ιστάμενους της καθολικής Εκκλησίας στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο Έρως θριαμβευτής που φιλοτέχνησε ο Καραβάτζιο (Caravaggio) για τον μαρκήσιο Vincenzo Giustiniani στη Ρώμη το 1601-1602 (Βερολίνο Germaldegalerie) όχι μόνον εντυπωσίασε στο έπακρο τους φιλότεχνους της εποχής αλλά προκάλεσε και τεράστιο ανταγωνισμό μεταξύ των μιμητών και των πολέμιων του Λομβαρδού ζωγράφου Τζιοβάνι Μπαλιόνε (Giovanni Baglione) που, το 1603, έσυρε στα δικαστήρια τον Καραβάτζιο και μερικούς από τους φίλους του και ζωγράφισε για τον καρδινάλιο Benedetto Giustiniani, αδελφό του Vincenzo, δύο εκδοχές ηθικοπλαστικού χαρακτήρα του ίδιου θέματος (Έρως θριαμβευτής) με τις μορφές του Ουρανίου και του Επιγείου Έρωτα (1602, Βερολίνο, Germaldegalerie και Galerie nationale di Palazzo Barberini, Ρώμη)

Μερικά χρόνια αργότερα οι αναπαραστάσεις του έρωτα θριαμβευτή έρχονται και πάλι στο προσκήνιο καθότι είδος περιζήτητο για του συλλέκτες της Τοσκάνης Ή σύνθεση του έργου της Εθνικής Πινακοθήκης είναι κοντά στο πρότυπο του Καραβάτζιο με τη διαφορά ότι ο γυμνός έφηβος κοιτάζει κατά μέτωπο, και η εκδοχή μοιάζει σεμνότερη. Η τεχνοτροπική αντίληψη του έργου είναι συγγενική με εκείνη της φλωρεντινής ζωγραφικής του 1620-1630.

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου. Παρόλο που διακρίθηκε σε πολλά είδη (ηθογραφία, προσωπογραφία, νεκρές φύσεις κ.ά.) έγινε κυρίως γνωστός και κοσμαγάπητος ως ζωγράφος της παιδικής ηλικίας. Τα περισσότερα έργα του με αυτό το θέμα ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο, όπου έζησε από το 1877 ως το 1900, όταν δηλαδή μετακλήθηκε στην Αθήνα να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, που μόλις είχε ιδρυθεί. Ο Ιακωβίδης παρέστησε με απαράμιλλο τρόπο τη σχέση των γερόντων, παππούδων και γιαγιάδων, με τα εγγόνια τους.
Εδώ βλέπουμε μια καλοσυνάτη γιαγιά, σκουροντυμένη, να κρατάει στην ποδιά της ένα χαριτωμένο ξανθό κοριτσάκι, το οποίο φοράει άσπρη ανθοστόλιστη ποδιά και κόκκινα καλτσάκια. Όλη η προσοχή του συγκεντρώνεται στο χάλκινο δίσκο με τα φρούτα, ευκαιρία για το ζωγράφο να αποδώσει μια υπέροχη νεκρή φύση. Η σκηνή ξετυλίγεται μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο που δημιουργεί έντονη αντίθεση με το σκουρόχρωμο κύριο θέμα. Όλα έχουν ζωγραφιστεί με αξιοθαύμαστη γνώση του σχεδίου, του χρώματος, του φωτός, και με βαθιά διαίσθηση της ψυχολογίας των σχέσεων των δύο ηλικιών. “