Το “Παιδί με τον κάβουρα” του Γεωργίου Βρούτου συνεχίζει την παράδοση των γυμνών παιδικών μορφών στη φύση, που εισήγαγε ο Δημήτριος Φιλιππότης το 1870. Ο Βρούτος ήταν γλύπτης με γνήσια κλασικιστική παιδεία• παράλληλα όμως ενδιαφέρθηκε για συνθέσεις με ρεαλιστικό περιεχόμενο, που προορίζονταν για τη διακόσμηση δημόσιων ή ιδιωτικών κήπων.

Το “Παιδί με τον κάβουρα” συνδυάζει τις κλασικιστικές καταβολές του καλλιτέχνη με τη ρεαλιστική απόδοση. Το γυμνό αγόρι έχει μόλις βγει από τη θάλασσα και κρατά το ιμάτιό του. Τρομαγμένο στη θέα του κάβουρα, τραβιέται προς τα πίσω και προσπαθεί να χτυπήσει τον κάβουρα με ένα βότσαλο που κρατούσε στο σπασμένο δεξί του χέρι.

Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από το απαλό και καλοδουλεμένο πλάσιμο του παιδικού κορμιού, τις αρμονικές αναλογίες και την επιτυχημένη αναγωγή ενός μάλλον σπάνιου θέματος σε εικόνα της καθημερινής ζωής.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.

Το «Πνεύμα του Κοπέρνικου» είναι ένα μοναδικό δείγμα μιας πρώιμης, αλλά πολύ τολμηρής σύνθεσης για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Ο Βρούτος φιλοτέχνησε το πρόπλασμα το 1873 στη Ρώμη και το 1875 το παρουσίασε στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου κέρδισε το αργυρό νομισματόσημο β΄ τάξεως. Το 1878 το εξέθεσε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι και το 1881 στην έκθεση υπέρ του Ερυθρού Σταυρού, που οργανώθηκε στην οικία του Βασιλείου Μελά.

Το πνεύμα του κορυφαίου αστρονόμου, που ανέτρεψε την κρατούσα θεωρία υποστηρίζοντας ότι η γη και οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον ήλιο και όχι το αντίθετο, αποδίδεται με μια εξίσου ανατρεπτική σύνθεση: μια αντεστραμμένη νεανική φτερωτή μορφή με το δεξί χέρι στηρίζεται και περιστρέφει την υδρόγειο, ενώ με το αριστερό δείχνει προς τον ήλιο. Η αντεστραμμένη μορφή με τα πόδια στον αέρα ήταν ήδη γνωστή από την ελληνιστική σύνθεση «Παιδί με δελφίνι» (ρωμαϊκό αντίγραφο στο Εθνικό Μουσείο της Νάπολι), από την οποία ο Βρούτος υιοθέτησε τη στάση και τον τρόπο με τον οποίο το παιδί αγκαλιάζει το κεφάλι του δελφινιού. Ανάλογη στάση, προερχόμενη από ρωμαϊκή σύνθεση, είχε χρησιμοποιήσει και ο Αντόνιο Κανόβα για τη μορφή του Λίχα στο έργο «Ηρακλής και Λίχας» (1795-1815, Galleria Nazionale d’ Arte Moderna, Ρώμη). Επιπλέον, η φτερωτή μορφή που συμβολίζει το πνεύμα μιας σημαντικής προσωπικότητας και στηρίζεται στην υδρόγειο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον σουηδό γλύπτη Γιόχαν Τομπίας Ζέργκελ (1740-1814) στο κενοτάφιο του Ντεκάρτ στην εκκλησία Άντολφ Φρέντρικ της Στοκχόλμης. Ανεξάρτητα πάντως από την πρωτοτυπία του έργου του Βρούτου, για το ελληνικό κοινό η σύνθεση ήταν εξαιρετικά τολμηρή και η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.

Παρά το γεγονός ότι η «νεκρή φύση» θεωρείτο τελευταία στην ιεραρχία των ειδών ζωγραφικής που διδάσκονταν στις διάφορες Ακαδημίες καλών τεχνών, που κατά τον 17ο αιώνα άρχισαν να ιδρύονται στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης, η απεικόνιση αντικειμένων, λουλουδιών, φρούτων, κυνηγιού, προγευμάτων αποτελούσε θέμα πολύ αγαπητό και διαδεδομένο, με μεγάλη άνθηση κυρίως στις Κάτω Χώρες κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Το έργο που αποδίδεται στον Βίλεμ Κλάες Χεντά, ακολουθεί την μονοχρωματική αντίληψη στις παραστάσεις νεκρών φύσεων, που καθιέρωσαν στο Χάρλεμ οι Πίτερ Κλέες (Pieter Claesz 1597 – 1660) και Χεντά. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σκηνών «προγευμάτων» με τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα, πάνω στα οποία είναι τοποθετημένα διάφορα φαγώσιμα, που μπορούν να αποτελέσουν ένα ελαφρύ γεύμα οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, ανάμεσα σε διάφορα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως στα γεύματα. Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από μια λεπτομερή, ρεαλιστική απεικόνιση των αντικειμένων, ενώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η σωστή απόδοση της υφής τους, όπως του υφάσματος, του κρέατος, του κελύφους από τα στρείδια, των υγρών μέσα από τη διαφάνεια ενός ποτηριού ή μιας κανάτας, καθώς και των ανακλάσεων του φωτός πάνω στην στιλπνότητα των μετάλλων ή του γυαλιού. Παρά το πλούσιο περιεχόμενό τους, οι νεκρές φύσεις συμβόλιζαν τη ματαιότητα, το τέλος της ύπαρξης, τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της πολυτέλειας. Οι περισσότερες αποτελούσαν αλληγορικές απεικονίσεις φιλοσοφικών ιδεών της εποχής και εμπεριείχαν θρησκευτικούς ή τελεολογικούς συμβολισμούς.