Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.

Η «Κλαίουσα» ήταν μέρος της πολυπρόσωπης σύνθεσης «Οι νικημένοι της ζωής», ενός «συμβολικού μνημείου» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος, που θα αποτελείτο από εννέα παραστάσεις και θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα, αλλά και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής. Ο συμπαγής κλειστός όγκος της γυμνής γυναίκας, που κάθεται κουλουριασμένη, με το κεφάλι κρυμμένο στα χέρια της και τα μακριά μαλλιά ριγμένα μπροστά, αποτυπώνει με απόλυτη πειστικότητα τον πόνο, την απελπισία και την εσωτερική συντριβή. Η στάση της βασίζεται στο πρότυπο παλαιότερων ανάλογων συνθέσεων, ενώ στο πλάσιμο, με τις μαλακές και ρευστές καμπύλες, είναι εμφανέστερη η επίδραση του Ροντέν.

Η καθιστή γυναικεία μορφή αποτελεί το βασικό θέμα στη γλυπτική του Γιώργου Γεωργιάδη. Μετά από μια περίοδο ενασχόλησης με θέματα της καθημερινής ζωής αποδοσμένα χωρίς τονισμό των λεπτομερειών, υιοθετεί ένα εξπρεσιονιστικό ύφος με έντονες παραμορφώσεις, που θα χαρακτηρίσει κατεξοχήν το έργο του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κεντρικό θέμα γίνεται μια εύσαρκη ακρωτηριασμένη γυναικεία μορφή, με φαρδιά λεκάνη, χοντρά και σκασμένα πόδια χωρίς πέλματα, τυλιγμένη ασφυκτικά με ένα κομμάτι ύφασμα και το στήθος γυμνό. Μεμονωμένη ή μη, επαναλαμβάνεται σε διάφορες στάσεις και μετατρέπεται σε σύμβολο και μέσο έκφρασης κριτικής ή διαμαρτυρίας σε επίκαιρες κοινωνικές ή πολιτικές καταστάσεις. Στη σειρά «Επινίκιο», η γυναικεία αυτή μορφή επαναλαμβάνεται σε στάσεις δοξαστικές, που δηλώνονται με τα υψωμένα χέρια, το λαούτο και το ντέφι και έρχεται σαν αντίλογος για να εκφράσει μια αισιόδοξη διάθεση και να δώσει ένα μήνυμα ελπίδας.