Ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγραφίζει το δίπτυχο με θέμα το Καφενείο «Νέον», που ακόμη υπάρχει στην Ομόνοια, στη δεκαετία 1956-1966. Προηγήθηκε η ημερήσια εκδοχή και ακολούθησε η νυχτερινή άποψη που σχολιάζουμε εδώ. Και στις δυο συνθέσεις ο ζωγράφος απεικονίζει το θέμα του, την πρόσοψη του καφενείου, μετωπικά, αποφεύγοντας την ψευδαίσθηση της προοπτικής. Ένα καφενείο στην Ομόνοια αποτελεί εμβληματικό θέμα για τον Τσαρούχη. Εκεί συχνάζουν οι «ήρωες» της ζωγραφικής του, οι ναύτες και οι λαϊκοί νέοι. Το καφενείο είναι η σκηνή όπου ξετυλίγονται τα λαϊκά δρώμενα που γοητεύουν τον ζωγράφο, χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της Γενιάς του Τριάντα. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που θέλησε να αναδείξει ο ζωγράφος σ’ αυτό το θέμα: η ίδια η αρχιτεκτονική διάταξη της πρόσοψης του καφενείου, το παιχνίδι ανάμεσα στα ορθογώνια ανοίγματα, πόρτες και παράθυρα, δημιουργεί ένα κάναβο που παραπέμπει στον Μόντριαν, τον πρωτοπόρο της γεωμετρικής αφαίρεσης. Ο Τσαρούχης δημιουργεί ένα συναρπαστικό παιχνίδι ανάμεσα στην αφαίρεση και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση.
Στο νυχτερινό καφενείο προστίθεται το στοιχείο του φωτισμού, τα λευκά, κίτρινα και πορτοκαλιά φώτα που εμψυχώνουν την μαύρη και γκρίζα γενική τονικότητα του πίνακα. Οι θαμώνες του καφενείου, μερικές μικρές σκοτεινές σιλουέτες, γίνονται εδώ δευτερεύον θέμα. Στην ημερήσια εκδοχή απουσιάζουν παντελώς. Τα δυο καφενεία του Τσαρούχη, ζωγραφισμένα με κλασική αυστηρότητα, είναι τα πιο αφαιρετικά, τα πιο μοντέρνα και τα πιο υπαινικτικά έργα του καλλιτέχνη.
Ο Ιάκωβος Ρίζος, ο οποίος σπούδασε στο Παρίσι, εκφράζει το πνεύμα της Μπελ Επόκ, δηλαδή της τέχνης που αναπτύσσεται στο Παρίσι γύρω στα 1900. Η ζωγραφική του έχει ως κύριο θέμα όμορφες και κομψές γυναίκες που απεικονίζονται μέσα σε πλούσια ανάκτορα ή σε κήπους. Είναι μια ζωγραφική ευχάριστη και ανώδυνη.
Η “Αθηναϊκή βραδιά”, ένα από τα πιο γοητευτικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα, ζωγραφίστηκε το 1897 και το 1900 τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Ο πίνακας εκφράζει το κλίμα ευφορίας, το ευ ζην των πλούσιων αστών της Αθήνας στο τέλος του αιώνα. Στην ταράτσα ενός νεοκλασικού σπιτιού στην περιοχή της Πλάκας, ένας όμορφος αξιωματικός του ιππικού απαγγέλλει ποίηση σε δύο ωραίες Αθηναίες που τον ακούνε μαγεμένες. Ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα τυλίγει στα πορτοκαλόχρωμα πέπλα του την Ακρόπολη στο βάθος του πίνακα και διαποτίζει τις φόρμες, χωνεύοντάς τις κυριολεκτικά μέσα στην ατμόσφαιρα. Το έργο μπορεί να περιφρονεί τις σχολές και τα ιμπρεσιονιστικά διδάγματα, αλλά αποπνέει ένα διαβρωτικό ποιητικό αίσθημα που το κάνει αξιολάτρευτο.
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο Νάρκισσος και η Ηχώ είναι ένα χαρακτηριστικό μυθολογικό θέμα, που εικονίζεται σε μια τοιχογραφία της Πομπηίας του 1ου μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια ενέπνευσε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, ο Νάρκισσος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, που ερωτεύτηκε την εικόνα του όταν έσκυψε σε μια πηγή να ξεδιψάσει. Γοητευμένος από τη μορφή του, αφέθηκε να πεθάνει. Στο σημείο που πέθανε φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν νάρκισσο. Η νύμφη Ηχώ ήταν μια από τις κοπέλες που είχαν ερωτευτεί τον Νάρκισσο, ο έρωτάς της όμως δεν είχε ανταπόκριση. Απελπισμένη αποτραβήχτηκε στη μοναξιά της και εξασθένησε τόσο, που δεν έμεινε παρά η φωνή της.
Για να αναπαραστήσει τον αρχαίο μύθο ο Βρούτος δημιουργεί δύο μορφές, που λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και ως ενιαίο σύνολο, τις οποίες αποδίδει ακολουθώντας τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του μύθου: ο Νάρκισσος, καθισμένος σε βράχο διακοσμημένο με νάρκισσους, σκύβει το κεφάλι σαν να καθρεφτίζεται στο νερό και μειδιά αυτάρεσκα, καθώς αντικρίζει τη μορφή του, ενώ η Ηχώ, καθισμένη σε βράχο, προσπαθεί να φωνάξει.