Ο Γιώργος Καλακαλλάς έχει διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορες στιλιστικές τάσεις και την παράδοση με την πρωτοπορία. Έχοντας ένα ευρύ θεματικό πεδίο, επιλέγει την παραστατικότητα για τα έργα που προέρχονται από παραγγελίες και την αφαιρετική ή εντελώς αφηρημένη έκφραση στις ελεύθερες συνθέσεις του, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των διαφόρων υλικών.

Ο «Αρλεκίνος» είναι μια σύνθεση σχεδόν αφηρημένη, που διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία από τον παραδοσιακό τρόπο απεικόνισης της μορφής του γελωτοποιού. Έτσι, η ανθρώπινη μορφή δηλώνεται υπαινικτικά, ενώ το σύνολο βασίζεται σε δυναμικούς καμπύλους όγκους και γωνιώδη γεωμετρικά σχήματα που εισδύουν στο χώρο, δημιουργώντας μια σύνθεση που επιβάλλεται, ενώ ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τα κενά που δημιουργούνται από την κατανομή των όγκων.

Ο Γιώργος Καλακαλλάς είναι από τους γλύπτες που εκφράζονται τόσο μέσω της αναπαράστασης, κυρίως στις παραγγελίες, όσο και μέσω της αφαίρεσης, όταν πρόκειται για ελεύθερες συνθέσεις. Οι συνθέσεις αυτές, όπως η Δύναμη (ή Ιερά οδός) χαρακτηρίζονται από τον συνδυασμό βιόμορφων και γεωμετρικών θεμάτων, την ενσωμάτωση του κενού ως καθοριστικού στοιχείου των συνθέσεων και τη δυναμική παρουσία στο χώρο.

Ο Κώστας Δικέφαλος ανήκει στους ελάχιστους πλέον γλύπτες που λαξεύουν απευθείας σκληρά υλικά, κυρίως μάρμαρο, αλλά και πέτρα, για να αποκαλύψει φόρμες βιόμορφες, γεωμετρικές ή αεροδυναμικές. Οι συνθέσεις του, πολύ κοντά, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αντίληψη του Κονσταντίν Μπρανκούζι για την καθαρή φόρμα, αντανακλούν κάποιες φορές το ύφος του Χένρι Μουρ ή της Μπάρμπαρα Χέπγουορθ, αποδοσμένο όμως με ένα προσωπικό τρόπο, όπου ο ρόλος του φωτός είναι ουσιαστικός και απαραίτητος για την ανάδειξη των έργων.

Η «Σπείρα» προέρχεται από έναν ευρύτερο κύκλο έργων σε μάρμαρο, τα οποία είναι αποτέλεσμα της «ενέργειας που εν δυνάμει περιέχεται στη σφαίρα» και δημιουργούν την εντύπωση μιας συνεχούς κίνησης και ανέλιξης εκτεινόμενες άλλοτε οριζόντια και άλλοτε κατακόρυφα, πάντα με μια αίσθηση ισορροπίας και αρμονίας.

Ο Κώστας Δημητριάδης υπήρξε ο πιο συνεπής εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Υιοθέτησε το ύφος του, αλλά και μια κοινή θεματική αφετηρία, ιδιαίτερα στις ελεύθερες συνθέσεις του.

Ανάμεσα στις ελεύθερες συνθέσεις του εξέχουσα θέση κατέχουν οι γυμνές γυναικείες μορφές. Η «Γυμνή γυναίκα» (ή «Χορεύτρια»), για την οποία μοντέλο υπήρξε η διάσημη χορεύτρια Στάζια Ναπιερκόφσκα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Δημητριάδης, που ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την απόδοση του στιγμιαίου, επιχειρεί εδώ να αποδώσει τη στιγμιαία χορευτική κίνηση, η οποία του προσφέρει συγχρόνως τη δυνατότητα να επιδείξει την ικανότητά του στο πλάσιμο του γυναικείου σώματος. Για την απόδοση όμως βασίζεται στο εικονογραφικό πρότυπο της «Γυναίκας-Κενταύρου» (π. 1887) του Ροντέν, από την οποία δανείζεται τη γεμάτη ένταση συστροφή του κορμού και το απελπισμένο άπλωμα των χεριών μπροστά και, αποφορτίζοντάς τα από το δραματικό τους περιεχόμενο, τα μετατρέπει στην αρμονική και γεμάτη χάρη κίνηση της χορεύτριας.

Ο Δημήτρης Αρμακόλας, ξεκινώντας από την αφηρημένη έκφραση, επανήλθε στην παραστατική απόδοση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Το αποσπασματικό γυμνό γυναικείο σώμα σε στάση αποθέωσης, όπως η «Αναδυομένη ΙΙ», είναι από τα χαρακτηριστικά έργα του. Με ηδονική έκφραση και λεία επιδερμίδα, αναδύεται μυστηριωδώς μέσα από τραχείς ακατέργαστους όγκους, ενώ παράλληλα καλεί το θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του τα κομμάτια που λείπουν, σε μια προσπάθεια συνομιλίας μαζί του.

Ο Αχιλλέας Απέργης ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ολόσωμη ή σε προτομή, για να προχωρήσει, από το 1950 κυρίως, σε πιο αφαιρετικά ανθρωπομορφικά σχήματα και να καταλήξει στην ανεικονική έκφραση. Εγκαταλείποντας τα παραδοσιακά υλικά, ακολούθησε την τάση της εποχής και στράφηκε στο σίδερο, το χαλκό και την τήξη και συγκόλληση μετάλλων. Η ανάπτυξη της μορφής μέσα στο χώρο, οριζόντια, κατακόρυφα ή διαγώνια, τον απασχόλησε ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μια εντύπωση φυγής. Ο προβληματισμός του στο πεδίο της ανεικονικής έκφρασης τον οδήγησε αργότερα στην άρνηση της συμβατικής γλυπτικής απεικόνισης και σε μια εννοιολογική προσέγγιση των προβλημάτων, που εκφράστηκε με περιβάλλοντα-εγκαταστάσεις, αποτέλεσμα της υπαρξιακής του αγωνίας.

Τα περιβάλλοντα με τις “Σκάλες”, που παρουσίασε για πρώτη φορά το 1978, αρχικά σε ξύλο και κατόπιν σε μπρούντζο, αλλά και μεμονωμένες συνθέσεις με σκάλες σε διάφορα μεγέθη, είναι συνέχεια των αναζητήσεών του στο πεδίο του περιβάλλοντος και της εγκατάστασης, συνδυάζονται όμως με την επιστροφή του στη χρήση στοιχείων της παραστατικής απεικόνισης και αποτελούν σήματα ανόδου και προσπάθειας, υποδηλώνοντας τη διέξοδο στη γνώση.