Καλλιτέχνης με κλασικιστική παιδεία, ο Λάζαρος Σώχος είναι ο πρώτος έλληνας γλύπτης που το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, αντί για το Μόναχο ή την Ιταλία, κατεξοχήν κέντρα της κλασικιστικής παράδοσης το 19ο αιώνα. Ζώντας σε μια μεταβατική περίοδο για τη νεοελληνική γλυπτική, δεν αρνήθηκε εντελώς τις κλασικιστικές του καταβολές, τις συνδύασε όμως με ρεαλιστικά στοιχεία και με τις προσωπικές ιδεαλιστικές του αντιλήψεις.

Οι προτομές αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της δημιουργίας του. Αντίθετα, όμως, με το στείρο και άψυχο ύφος που συχνά συναντάται σε ανάλογα έργα, οι προτομές του Λάζαρου Σώχου χαρακτηρίζονται από την ψυχογραφική προσέγγιση των εικονιζόμενων, μαζί με μια τάση εξιδανίκευσης. Επιπλέον, τα πρόσωπα που επέλεγε να εικονίσει ήταν άνθρωποι με τους οποίους τον συνέδεαν δεσμοί φιλίας, αισθανόταν ευγνωμοσύνη, εκτιμούσε ή θαύμαζε γιατί μοιράζονταν την ίδια ιδεαλιστική-ρομαντική φιλοσοφία.

Η “Προτομή ιερωμένου”, που εικονίζει πιθανότατα τον ιερωμένο, φιλόσοφο και οπαδό του Διαφωτισμού Θεόφιλο Καΐρη (1784-1853), είναι ένα εξαιρετικό σε ρεαλισμό και τεχνική αρτιότητα έργο, που δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πώς ένα από τα συνήθως τυποποιημένα θέματα της γλυπτικής μπορεί να μετατραπεί σε ένα δυνατό ψυχογραφικό πορτραίτο.

Καταγόμενος από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας, ο Βάσος Καπάνταης έκανε επίκεντρο του έργου του τη γη της Ιωνίας. Αξιοποιώντας στοιχεία από την τέχνη της αρχαϊκής περιόδου, τη λαϊκή τέχνη και τις μοντέρνες τάσεις, συνθέτει έργα με ποικίλο περιεχόμενο, εμπνευσμένα κυρίως από την ιστορία της Μικράς Ασίας, όπως η «Μικρασιατική Μα».

Η Μα, πανάρχαια θεά με πολλαπλές ερμηνείες, που στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου δανείζει το όνομά της στη Γη, τη μητέρα των πάντων, αποδίδεται εδώ ως ακρωτηριασμένη γυναικεία μορφή με αρχαϊκή κόμμωση και πρόσωπο που μοιάζει με μάσκα αρχαίου θεάτρου και μετατρέπεται σε μια δραματική προσωποποίηση της τραγικής του πατρίδας.

Η αποσπασματική ανθρώπινη μορφή, σχηματοποιημένη και αφαιρετική, με αναφορές στο ύφος του Κονσταντίν Μπρανκούζι ή, συχνότερα, του Χανς Αρπ, αποτελεί το επίκεντρο της γλυπτικής του Κυριάκου Καμπαδάκη.

Το 1976 ξεκίνησε τη σειρά με τα τόρσο, κυρίως σε ξύλο, όπως ο «Κορμός ΙΙΙ»: ρευστές και καμπύλες φόρμες, που επιτρέπουν στο φως να διατρέξει την επιφάνεια, ακολουθούν την υφή του ξύλου και δημιουργούν μια εντύπωση εξαΰλωσης. Ταυτόχρονα η στατικότητα καταλύεται από μια λανθάνουσα κίνηση, που γίνεται αντιληπτή από τη συστροφή του κορμού, το σφίξιμο των ώμων ή την κλίση του κεφαλιού ως ένδειξη εσωτερικού πάθους ή συγκίνησης, που πηγάζει από μια υπαρξιακή αγωνία, την οποία ο καλλιτέχνης επιδιώκει να εκφράσει στα περισσότερα έργα του.

Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, αρχικά με ρεαλιστική διάθεση και στη συνέχεια με έντονη τάση για απλοποίηση και σχηματοποίηση, πριν προχωρήσει σε εντελώς ανεικονικές συνθέσεις.

Ο «Χορός του Ζαλόγγου» φιλοτεχνήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και είναι μελέτη για το μεγάλο μνημείο από άσπρη πέτρα που στήθηκε το 1961 στο Ζάλογγο για να θυμίζει την ηρωική πράξη των γυναικών του Σουλίου. Η σύνθεση στόχευε στην ανάδειξη του μνημείου, ώστε να είναι ορατό από πολύ μακριά, και στην εναρμόνισή του με το άγριο και επιβλητικό τοπίο. Το περίγραμμά της σχηματίζει ένα τρίγωνο που περικλείει τέσσερις γυναίκες πιασμένες από το χέρι, που σταδιακά μικραίνουν και σχηματοποιούνται, για να καταλήξουν στην τελευταία σε έναν συμπαγή όγκο με εντελώς αφηρημένη απόδοση. Η διαδοχική αυτή ανάπτυξη των μορφών, που ορθώνονται σαν οπτασίες υπερκόσμιες, προσδίδει στο έργο ρυθμό και μεγαλείο, ενώ ταυτόχρονα τα κενά και τα πλήρη μέρη της σύνθεσης συνδυάζονται αρμονικά.