Μαθητής του Αντουάν Μπουρντέλ, ο Γεώργιος Καστριώτης παρέμεινε πιστός στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. Από το δάσκαλό του κράτησε τα διδάγματα για την απόδοση των επιφανειών, την καθαρότητα του σχεδίου και την αγάπη για την ορμητική κίνηση, στην πορεία όμως διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο ύφος που συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση με το συμβολισμό ή την αλληγορία.

Η «Αιδώς» ανήκει σε ένα θεματικό κύκλο στον οποίο οι γυμνές ή ημίγυμνες γυναικείες μορφές λειτουργούν ως σύμβολα ή αλληγορίες. Η νεαρή γυναίκα με το καλλίγραμμο σώμα, που στρέφει το κεφάλι αριστερά και χαμηλώνει με συστολή το βλέμμα, αποδίδει τον τύπο της παρθενικής ομορφιάς που σε αρκετές περιπτώσεις είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη. Τα κομμένα στο ύψος των βραχιόνων χέρια φανερώνουν παράλληλα μια διάθεση να συσχετισθεί το γλυπτό με την ομορφιά των αρχαίων αγαλμάτων και την αποσπασματική μορφή, που πρώτος ο Ροντέν επέβαλε σαν αυτόνομο έργο τέχνης.

Ο Κώστας Κουλεντιανός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το 1945 έφυγε για το Παρίσι με την πρώτη μεταπολεμική ομάδα υποτρόφων της γαλλικής κυβέρνησης. Από τότε η Γαλλία έγινε ο μόνιμος τόπος κατοικίας του μέχρι το θάνατό του.

Το 1947 γνώρισε τον Ανρί Λωράνς. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική και συνέβαλε στην απόρριψη της ακαδημαϊκής αντίληψης, την οποία είχε διδαχτεί, αλλά είχε ήδη αρχίσει να αμφισβητεί. Ο Κουλεντιανός εγκατέλειψε τα παραδοσιακά υλικά και άρχισε να εργάζεται με μολύβι και σίδερο. Τη δεκαετία του ΄50 τα έργα του ήταν ακόμη παραστατικά, είχαν όμως έντονα αφαιρετικό ύφος. Το 1959 πέρασε στην απόλυτη αφαίρεση. Το σίδερο, το ατσάλι και η μπετονόβεργα τον προκαλούσαν να συνδιαλαγεί μαζί τους. Τη δεκαετία του ΄60 τα γλυπτά του αποκτούν γεωμετρική φόρμα και εισδύουν δυναμικά στο χώρο με ανοδική κατεύθυνση, που εντείνεται με οξυκόρυφες απολήξεις.

Τη δεκαετία του ΄70 εξακολούθησε να κατασκευάζει γλυπτά με δυναμική παρουσία στο χώρο, χρησιμοποιώντας όμως μεγάλα, επίπεδα ή καμπύλα ελάσματα σιδήρου, βαμμένα και βιδωμένα μεταξύ τους, που εκτείνονται σε διάφορες κατευθύνσεις. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το “Αφηρημένο”. Ένα έργο που πατά γερά στο έδαφος, ταυτόχρονα όμως εκτείνεται οριζόντια και κατακόρυφα. Έτσι δημιουργεί την εντύπωση μια λανθάνουσας κίνησης προς τα πάνω, σαν πουλί έτοιμο να πετάξει.

Ο Κώστας Κουλεντιανός είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το 1945 έφυγε για το Παρίσι με την πρώτη μεταπολεμική ομάδα υποτρόφων της γαλλικής κυβέρνησης. Από τότε η Γαλλία έγινε ο μόνιμος τόπος κατοικίας του μέχρι το θάνατό του.

Το 1947 γνώρισε τον Ανρί Λωράνς. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική και συνέβαλε στην απόρριψη της ακαδημαϊκής αντίληψης, την οποία είχε διδαχτεί, αλλά είχε ήδη αρχίσει να αμφισβητεί. Η επιρροή του Λωράνς αναγνωρίζεται σε αρκετά έργα της δεκαετίας του ’50, που περιστρέφονται γύρω από την ανθρώπινη μορφή, με έντονη όμως αφαιρετική διάθεση. Στα έργα αυτά, όπως η «Θαλάσσια νίκη», κυριαρχούν οι καμπύλες οργανικές φόρμες, η κίνηση και η εναλλαγή των κενών και των γεμάτων μερών, χαρακτηριστικό του προβληματισμού του σε σχέση με το χώρο, το φως και τον όγκο που θα τον απασχολεί συνεχώς.

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, παράλληλα με τις σπουδές ζωγραφικής κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα στο Σχολείον των Τεχνών, πήρε και μαθήματα γλυπτικής στο εργαστήριο του Λεωνίδα Δρόση. Την ίδια περίοδο εργάστηκε στο «Ερμογλυφείον και Ανδριαντοποιείον των Αδελφών Φυταλών». Μεταξύ άλλων, φιλοτέχνησε γλυπτά για την εξωτερική διακόσμηση οικιών, ενώ, το 1875, στην έκθεση των Ολυμπίων, παρουσίασε και γλυπτά. Το 1901, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα από το Μόναχο για να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, εξέθεσε και πάλι γλυπτική. Στην Έκθεση του Παρνασσού, μαζί με ελαιογραφίες, παρουσίασε και την προτομή του δασκάλου του, Νικηφόρου Λύτρα, σε γύψο. Εξαίρετος προσωπογράφος στη ζωγραφική, με ικανότητα αποτύπωσης της προσωπικότητας και του βαθύτερου ψυχισμού των εικονογραφούμενων, ο Ιακωβίδης απέδωσε με ανάλογο τρόπο και τη μορφή του δασκάλου του, γεγονός που επισημάνθηκε και επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική. Οι ρυτίδες στο μέτωπο, το ελαφρό συνοφρύωμα, το στοχαστικό βλέμμα, τα βαθουλωμένα μάγουλα, η επιμελημένη επεξεργασία των λεπτομερειών δεν είναι μόνο μια πιστή απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, αλλά και μια ψυχογραφική αποτύπωση της προσωπικότητας του Νικηφόρου Λύτρα.