Μαθήτρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Θανάση Απάρτη και του γάλλου γλύπτη Ρομπέρ Βλερίκ, η Τίτσα Χρυσοχοΐδη ανήκει στους έλληνες γλύπτες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κατεξοχήν ακόλουθοι του ύφους του Αριστίντ Μαγιόλ. Οι γυναικείες μορφές σε διάφορες στάσεις, κυρίαρχο θέμα στο έργο της, με τις απαλές καμπύλες, τα σταθερά περιγράμματα, την απλή διάρθρωση, την ήρεμη, ακόμη και νωχελική στάση και την αποπνευματωμένη έκφραση αντικατοπτρίζουν κυρίως την πλαστική αντίληψη του γάλλου καλλιτέχνη, που η Χρυσοχοΐδη προσαρμόζει σε δημιουργίες όπως το καθιστό «Γυμνό». Το έργο αυτό είναι μια πρώιμη παραλλαγή σε μικρότερο μέγεθος ενός «Γυμνού» που, με μερικές διαφοροποιήσεις, επανέλαβε το 1970 και εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.

Μαθήτρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Θανάση Απάρτη και του γάλλου γλύπτη Ρομπέρ Βλερίκ, η Τίτσα Χρυσοχοΐδη ανήκει στους έλληνες γλύπτες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κατεξοχήν ακόλουθοι του ύφους του Αριστίντ Μαγιόλ. Οι γυναικείες μορφές σε διάφορες στάσεις, κυρίαρχο θέμα στο έργο της, με τις απαλές καμπύλες, τα σταθερά περιγράμματα, την απλή διάρθρωση, την ήρεμη, ακόμη και νωχελική στάση και την αποπνευματωμένη έκφραση αντικατοπτρίζουν κυρίως την πλαστική αντίληψη του γάλλου καλλιτέχνη, που η Χρυσοχοΐδη προσαρμόζει σε δημιουργίες όπως το καθιστό «Γυμνό», χαρακτηριστικό παράδειγμα του προσωπικού της ύφους, που συχνά προδίδει και μια ρομαντική διάθεση.

Ο Γιώργος Χουλιαράς διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος μέσα από τη μαθητεία του κοντά στον Γιάννη Παππά, τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της λαϊκής παράδοσης και την επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα. Τα στοιχεία αυτά καθόρισαν και τη χρήση των υλικών του – πωρόλιθο, πέτρα, γρανίτη και τσιμέντο αρχικά, μάρμαρο, μπρούντζο, αλουμίνιο, ατσάλι και σίδερο στη συνέχεια.

Στις πιο πρώιμες συνθέσεις του ενδιαφέρθηκε για τη σχηματοποιημένη απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Στη συνέχεια στράφηκε και σε αφηρημένες συνθέσεις, είτε στο πλαίσιο της συνεργασίας με αρχιτέκτονες είτε σε ολόγλυφα έργα σκαλισμένα σε σκληρά υλικά κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η «Μνήμη» είναι μια χαρακτηριστική σύνθεση, στην οποία η κατεργασία του συμπαγούς όγκου της πέτρας δημιουργεί καίριες εξάρσεις και υφέσεις, που επιτρέπουν στο φως να διατρέξει την επιφάνεια και να προβάλει τόσο τα σχήματα όσο και την υφή του υλικού, που με τη σειρά του συμβάλει στην ανάδειξη του συνόλου.