Ο πίνακας της Συλλογής Ευριπίδη Κουτλίδη απεικονίζει την ημέρα των εγκαινίων στο Μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων ή Μέγαρο της Βιομηχανίας, το οποίο κατασκευάστηκε για την Παγκόσμια έκθεση του 1855 ως αντίπαλο δέος στο Kρύσταλ Πάλας (Crystal Palace) του Λονδίνου. Εκεί οργανώθηκαν επίσης οι Παγκόσμιες εκθέσεις του 1878 και 1889, τα Σαλόν από το 1857, καθώς και άλλες εκθέσεις, ιππικοί αγώνες και διάφορες εκδηλώσεις μέχρι την κατεδάφισή του, το 1897 προκειμένου να ανεγερθούν το Γκραν (Grand Palais) και Πετί Παλέ (Petit Palais) για να στεγάσουν την Παγκόσμια έκθεση του 1900.
Πρόκειται για ένα ομαδικό πορτρέτο όπου απεικονίζονται, μεταξύ των άλλων, εν μέσω εκθεμάτων γλυπτικής, ορισμένες από τις «μεγάλες δόξες» της γαλλικής ζωγραφικής της Τρίτης Δημοκρατίας, όπως οι Μπουγκερώ (Bouguereau), Πυβί ντε Σαβάν (Puvis de Chavannes), Μπονά (Bonnat), Ζερόμ (Gerome), Ρολ (Roll), Καρολύς-Ντυράν (Carolus Duran), Αρπινιέ (Harpignies), ο συγγραφέας Αλέξανδρος Ντυμά (Alexandre Dumas). Κάτω από τη γλυπτική σύνθεση του Αλφρέντ Μπουσέ (Alfred Boucher) “Στον στόχο” (“Au But”) συνομιλούν οι γλύπτες Νταλού (Dalou) και Ροντέν (Rodin) μαζί με τον ιστορικό τέχνης Γκυστάβ Λαρρουμέ (Gustave Larroumet), ενώ δεξιά στο πρώτο πλάνο απεικονίζεται το γλυπτό “Τίγρης που φέρνει παγώνι στα μικρά της” (“Tigresse apportant un paon a ses petits”) του Ωγκύστ Καέν (Auguste Cain). Δεξιά του συμπλέγματος ο ίδιος ο καλλιτέχνης με τη σύζυγό του.
Ο πίνακας αποτελεί ντοκουμέντο όχι μόνο για την κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της εποχής, αλλά και για το ίδιο το Μέγαρο, καθώς διασώζει στη μνήμη το γνωστό για την σιδερένια κατασκευή του κτήριο. Η σκηνή διαδραματίζεται κάτω από την αψιδωτή, γυάλινη οροφή, μπροστά από τη σιδερένια εσωτερική κατασκευή και το επιβλητικό βιτρώ, που εικονίζεται στο βάθος.
Η νεκρή φύση της Εθνικής Πινακοθήκης αποτελεί ένα από τα λίγα υπογεγραμμένα και χρονολογημένα έργα του καλλιτέχνη, δείγμα της πρώτης περιόδου της δουλειάς του.
Επάνω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι, μέσα σ’ ένα πιάτο από κασσίτερο, σε σκούρο φόντο, είναι τοποθετημένα σε πυραμοειδή διάταξη ροδάκινα, δαμάσκηνα και αχλάδια. Η βελούδινη και σαρκώδης υφή των φρούτων, η ψυχρή αίσθηση του μετάλλου καθώς και η σκληρή επιφάνεια του τραπεζιού δίνουν την εντύπωση της πραγματικότητας. Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από μια αρμονική παράταξη ψυχρών και θερμών χρωμάτων και ισορροπία σχημάτων. Την αληθοφάνεια της εικόνας επιτείνει επίσης και το χαρτί στη μέση του τραπεζιού στο οποίο ο καλλιτέχνης έχει υπογράψει και χρονολογήσει το έργο. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό παρουσιάζεται καρφωμένο από την μια πλευρά και ελαφρά σκισμένο από το δεύτερο καρφί που θα το συγκρατούσε, καθώς και η λεπτομερής περιγραφή του, θυμίζει ένα άλλο είδος ζωγραφικής που αναπτυσσόταν τον 17ο αιώνα, το trompe-l’-oeil.
Η γοητευτική αυτή προσωπογραφία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς της ζωγράφου, που υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στην εποχή της, έγινε της μόδας και ήταν περιζήτητη στις ευρωπαϊκές αυλές και στους κύκλους της αριστοκρατίας. Τα θελκτικά πορτραίτα της αντιμετωπίζονται σήμερα από μερικούς με αρκετή ειρωνεία εξαιτίας της κάποιας ελαφρότητας και επιπολαιότητας, που όμως καθρεφτίζει ως ένα σημείο το πνεύμα της εποχής της και αποτελούν μια πρωτότυπη και καθαρά βενετσιάνικη δημιουργία.
Αντίθετα με τους περισσότερους παλαιότερους και σύγχρονούς της ζωγράφους που ήταν παράλληλα και προσωπογράφοι η Καρριέρα (Carriera) ειδικεύτηκε στο είδος αυτό που καλλιέργησε με ξεχωριστή επιτυχία. Η ωραία κυρία που απεικονίζεται στο έργο αυτό με την αέρινη χάρη, το εκφραστικό βλέμμα και τη μάσκα στο χέρι φέρνει έντονα στο νου μας την ατμόσφαιρα της Βενετίας, και την αγάπη των κατοίκων της για τις γιορτές και το μοναδικό της καρναβάλι
Μια γοητευτική και πολυσήμαντη σύνθεση εγκαινιάζει το κεφάλαιο της πρώιμης ελληνικής προσωπογραφίας. Ένας πίνακας αγνώστου καλλιτέχνη μας καλεί να επισκεφτούμε το εργαστήριο ενός νεαρού Έλληνα ζωγράφου. Είναι ντυμένος με νησιώτικη φορεσιά, κάθεται μπροστά στο καβαλέτο του και βάζει τις τελευταίες πινελιές πάνω σε ένα ανδρικό πορτρέτο. Το μοντέλο, ένας φραγκοφορεμένος νέος με παπιγιόν, στέκεται όρθιος και παρατηρεί με προσοχή το είδωλό του στον πίνακα. Ένας νεαρός, μάλλον μαθητευόμενος ζωγράφος, ντυμένος και αυτός με νησιώτικη φορεσιά και σκούφο, κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στο μοντέλο και στην εικόνα του, για να διαπιστώσει την ομοιότητα. Ίσως πρόκειται για νεαρούς σπουδαστές του Σχολείου των Τεχνών, που είχε μόλις ιδρυθεί, οι οποίοι ασκούνται στο νέος είδος της προσωπογραφίας.
Ο Μπράουνερ, σουρεαλιστής ζωγράφος, Ρουμάνος εβραϊκής καταγωγής, προσπαθεί με τιςεικόνες του να περιγράψει τη δική του απάντηση στο ερώτημα «τί είναι το Ον». Η βασική του θεώρηση είναι βασισμένη στο έργο του Εμπεδοκλή Περί Φύσεως, σύμφωνα με το οποίο επάνω στη γη έβγαιναν κεφάλια χωρίς λαιμό, περιφέρονταν απομονωμένοι βραχίονες χωρίς ώμους και περιπλανιόντουσαν μάτια χωρίς πρόσωπο. Δύο ανώτεροι νόμοι, η Αγάπη και το Μίσος, συλλέγουν τα ετερόκλητα αυτά κομμάτια και συνθέτουν είτε τέρατα είτε θεϊκά πλάσματα. Στο έργο του Μπράουνερ τα πλάσματα αυτά άλλοτε κρύβουν στο εσωτερικό τους και άλλοτε ψάχνουν έναν διαφορετικό εαυτό, πολλές φορές ετερόκλιτο –άλλο φύλο ή κάποιο ζώο– με το οποίο προσπαθούν να ενωθούν.
Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των συμβόλων της θρησκείας του ή άλλων πρωτόγονων εθνοτήτων (όπως των χωρών της Νότιας Αμερικής, τη μεξικάνικη ή την ινδιάνικη τέχνη) δίνει το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των εικόνων του.