Ο Ιωάννης Βαπτιστής Καλοσγούρος είναι ένας από τους επτανήσιους γλύπτες που αναβίωσαν την τέχνη της γλυπτικής στα Ιόνια, δημιουργώντας τα πρώτα έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Η προτομή του Φρέντερικ Νορθ, κόμη του Γκίλφορντ (1766-1827), που το 1824 ίδρυσε στην Κέρκυρα την Ιόνιο Ακαδημία και με την οικονομική του συνδρομή αρκετοί μετέπειτα επιφανείς Έλληνες σπούδασαν στο εξωτερικό, είναι σχεδόν πιστό αντίγραφο εκείνης που είχε φιλοτεχνήσει ο Παύλος Προσαλέντης το 1827. Ο άγγλος φιλέλληνας, φορώντας την αρχαΐζουσα στολή του Άρχοντα της Ιονίου Ακαδημίας, παριστάνεται σε ώριμη ηλικία, με ρυτιδωμένα μάγουλα, νευρώδη, αλλά κάπως χαλαρό λαιμό και βλέμμα απλανές, κατά το κλασικιστικό πρότυπο, ενώ μια κουκουβάγια στο κέντρο της ταινίας που πλαισιώνει το κεφάλι συμβολίζει την παιδεία. Η επιβλητική απόδοση της μορφής, που αποπνέει αυτοπεποίθηση, τονίζει τη δυναμική προσωπικότητα του κόμη.

Έλληνας της διασποράς, ο Φιλόλαος εγκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο στο Παρίσι. Η αποδέσμευσή του από το ακαδημαϊκό πνεύμα της Σχολής Καλών Τεχνών εκδηλώθηκε από τα πρώιμα έργα του, παρόλο που παραμένουν στο πλαίσιο της αναπαράστασης, και εδραιώθηκε πολύ σύντομα, οδηγώντας τον στην αφαίρεση. Έτσι, δημιούργησε συνθέσεις βασισμένες σε γεωμετρικές φόρμες ή εκφράστηκε μέσω αφαιρετικών σχημάτων, στα οποία τα παραστατικά στοιχεία περιορίζονται σε μια εντελώς σχηματοποιημένη απόδοση. Ένα τυχαίο γεγονός στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν προσπαθούσε να δώσει μορφή σε ένα έργο από σίδερο, του αποκάλυψε μια φυσική τάση της ύλης για φυγόκεντρη απόκλιση, οδηγώντας τον στην αξιοποίηση και το συνδυασμό του διαγώνιου με τον κατακόρυφο άξονα. Έτσι, χρησιμοποιώντας κυρίως, ανοξείδωτο χάλυβα και beton lave (πλυμένο σκυρόδεμα) φιλοτεχνεί συνθέσεις όπως η «Πρώρα», που ισορροπούν σε κατακόρυφα και κεκλιμένα επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν την εντύπωση της εν δυνάμει περιστροφικής κίνησης.

Ο Βαυαρός ζωγράφος Λουδοβίκος Θείρσιος ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές του Σχολείου των Τεχνών. Το μοντέλο του εδώ είναι μία σπουδαία γυναίκα, η Κλεονίκη Γενναδίου, μια από τις πρώτες Ελληνίδες ζωγράφους και γλύπτριες. Είναι ντυμένη κομψά και κρατάει στο αριστερό της χέρι ένα βιβλίο, πιθανότατα ποίησης, στοιχείο που υποδηλώνει ότι ήταν μορφωμένη, λογία.

Για πρώτη φορά η μορφή τοποθετείται στο ύπαιθρο: ο βράχος δεξιά, η θάλασσα, ένα νησί στο βάθος, ο γαλανός ουρανός με τα πορτοκαλόχρωμα σύννεφα θυμίζουν Ελλάδα. Η Κλεονίκη Γενναδίου, με τη ρομαντική ομορφιά και το ονειροπόλο βλέμμα, αντιπροσωπεύει τον τρόπο που ένας ξένος ζωγράφος έβλεπε την ιδανική Ελληνίδα καλλονή.

Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος και επινοητικός, με έντονη διάθεση αμφισβήτησης αλλά και έμφυτο χιούμορ. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και το έργο του, με σήμα κατατεθέν τα ανθρωπάκια.

Το ανθρωπάκι εμφανίστηκε στη ζωγραφική του Γαΐτη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Στη συνέχεια τυποποιήθηκε, σχηματοποιήθηκε και έγινε ο πρωταγωνιστής των συνθέσεών του, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά σε πλήθος συνδυασμών. Αργότερα ξέφυγε από τα αυστηρά όρια του ζωγραφικού πίνακα. Επεκτάθηκε στο χώρο, κόσμησε έπιπλα και κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πέρασε στο χώρο της μόδας και πρωταγωνίστησε σε περιβάλλοντα και χάπενινγκς ως ζωντανός, πλέον, άνθρωπος.

Η “Μαζική μεταφορά” εκφράζει την κριτική και συγχρόνως ειρωνική ματιά του καλλιτέχνη στη μαζικοποίηση, τον εγκλωβισμό και την απομόνωση του ανθρώπου των αστικών κέντρων, ενώ ο διπλός τίτλος του έργου – “Μαζική μεταφορά” ή “Γενικές μεταφορές” – δημιουργεί ποικίλους συνειρμούς.

Ο Λάμπρος Γατής σπούδασε στη Σχολή Βακαλό και εργάστηκε κοντά στη χαράκτρια Βάσω Κατράκη, η γλυπτική όμως αποτέλεσε το κύριο εκφραστικό του μέσο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα μετασχηματισμού και επέκτασης της φόρμας στο χώρο μέσω της κίνησης, δημιουργώντας μεταλλικές κατασκευές συναρμολογημένες από διάφορα άχρηστα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανών. Οι κατασκευές αυτές, κρεμαστές ή στο έδαφος, φτιαγμένες με φαντασία και επινοητικότητα, μοιάζουν με ρομπότ, φανταστικά όντα ή παράδοξα όπλα και επιβάλλονται στο χώρο μέσω της μηχανικής κίνησης και του φωτισμού.

Το «SBBR G» είναι μια κρεμαστή ηλεκτροκινούμενη κατασκευή που τα μέλη της στρέφονται σε διάφορες κατευθύνσεις, εκπέμπει μικρές δέσμες φωτός και συγχρόνως παράγει ένα παράδοξο ήχο, που θα μπορούσε να είναι ο ήχος ενός άγνωστου όπλου.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική, ο Κώστας Κουλεντιανός άρχισε από νωρίς να αμφισβητεί τα ακαδημαϊκά διδάγματα. Εγκατεστημένος από το 1945 στο Παρίσι, το 1947 γνωρίστηκε με τον Henri Laurens. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική, καθώς υιοθέτησε την αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής επηρεασμένος από έργο του γάλλου καλλιτέχνη, η οποία, το 1959, τον οδήγησε στην αφαίρεση. Καταργώντας το παραδοσιακό βάθρο, δούλευε απευθείας την ύλη χωρίς προσχέδια ή προπλάσματα, ανακαλύπτοντας και ο ίδιος τα έργα του στη διάρκεια της δημιουργικής αυτής διαδικασίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συνθέσεις του αποκτούν γεωμετρική δομή και συνδυάζουν τη δυναμική εισβολή στο χώρο με κοίλες ή επίπεδες επιφάνειες, αποτέλεσμα ενός συνεχούς προβληματισμού σε σχέση με το χώρο, το φως και τον όγκο. Χαρακτηριστικός αυτής της αντίληψης είναι ο “Κεραυνός”, που εξέθεσε το 1964 στη Μπιενάλε της Βενετίας και την ίδια χρονιά αγοράστηκε για τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης.