Ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε αυτό το έργο, υπήρξε ορφανό του πολέμου της Ανεξαρτησίας (τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι). Σπούδασε στο Μόναχο και έγινε ο κυριότερος ζωγράφος ιστορικών σκηνών.
Ο σημαντικός αυτός πίνακας απομνημονεύει ένα από τα πιο τραγικά και τα πιο ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, την ηρωική έξοδο των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Η σύνθεση αναπτύσσεται κατακόρυφα, χωρίς βάθος, και χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στην ουράνια και την επίγεια ζώνη. Στο ουράνιο τμήμα, στον άξονα, δηλαδή στο κέντρο της σύνθεσης, βλέπουμε ένθρονο τον Παντοκράτορα, μέσα σε μια χρυσή νεφέλη, να ευλογεί τους αγωνιστές, ενώ άγγελοι με κλάδους βαΐων και στέφανα δάφνης ετοιμάζονται να στέψουν τους ήρωες. Οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία του Χριστού. Στο επίγειο τμήμα της σύνθεσης, πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, οι αγωνιστές ορμούν έξω από την πύλη του τείχους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Ένας από αυτούς υψώνει με το αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι. Μερικοί έχουν κιόλας πληγωθεί. Ακολουθούν τα γυναικόπαιδα. Μητέρες με παιδιά έχουν πέσει κάτω από τη γέφυρα, στο χαντάκι. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί, άλλοι χαροπαλεύουν. Οι Τούρκοι πάνοπλοι περιμένουν τους ηρωικούς αγωνιστές. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε μια σκάλα. Επικρατούν ταραχή, ένταση και μεγάλη δραματικότητα. Είναι σαν να ακούμε την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές των πληγωμένων. Ο ζωγράφος απεικόνισε τη σκηνή με ακρίβεια και επιμέλεια, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια. Πρόκειται για έναν πίνακα ρομαντικό στο πνεύμα, αλλά με εκτέλεση ακαδημαϊκή, καλλιγραφική, προσεκτική. Επικρατεί μια καφετιά και χρυσή τονικότητα, με κύρια χρώματα το μαύρο, το λευκό και το κόκκινο.

Ο Γρηγόρης Ζευγώλης σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών κοντά στον νεοκλασικιστή γλύπτη Γεώργιο Βρούτο την περίοδο 1903-1908, ήταν όμως από τους πρώτους έλληνες γλύπτες που συνέχισαν τις σπουδές τους στο Παρίσι, και όχι στη Ρώμη ή το Μόναχο, κατεξοχήν κέντρα του νεοκλασικισμού τον 19ο αιώνα. Όντας στο Παρίσι σε μια περίοδο που, παρά τις πρώτες εκδηλώσεις αμφισβήτησης, κυριαρχούσε ακόμη ο Ροντέν, ο Ζευγώλης παρέμεινε ακαδημαϊκός, αξιοποίησε όμως, μεταξύ άλλων, και στοιχεία της γλυπτικής του γάλλου γλύπτη. Ασχολήθηκε ακόμη με θέματα της καθημερινής ζωής, ενώ, σε αρκετές ελεύθερες συνθέσεις, υιοθέτησε τη ρεαλιστική απόδοση ή τη διακοσμητικότητα, σε μια εποχή που η γλυπτική στην Ελλάδα βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο: ο νεοκλασικισμός επιβίωνε, κυρίως στο επίπεδο της στιλιστικής απόδοσης, συνυπήρχε όμως με τον ρεαλισμό, στο θεματικό κυρίως πεδίο.

Η “Χρυσόμυγα” ανήκει στα θέματα της καθημερινής ζωής, καθώς παριστάνει ένα κοριτσάκι που τραβιέται τρομαγμένο προς τα πίσω, για να αποφύγει μια χρυσόμυγα που έχει καθίσει στο πόδι του. Η τόσο αυθόρμητη και φυσική αυτή κίνηση καθιστά το έργο το αποκορύφωμα της ρεαλιστικής απόδοσης μιας ηθογραφικής σκηνής με παιδική μορφή στη φύση, που είχε πρωτοεμφανιστεί στη νεοελληνική γλυπτική το 1869 με τον “Θεριστή” του Δημητρίου Φιλιππότη, σηματοδοτώντας τη στροφή σε ρεαλιστικά θέματα.

Με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ο Χρήστος Καπράλος διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος μέσα από την αφομοίωση των διδαγμάτων της αρχαίας ελληνικής και της λαϊκής τέχνης, αλλά και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Τα πρώτα του έργα σε πηλό και γύψο, μορφές ρεαλιστικές, αλλά συγχρόνως απλοποιημένες και καθαρές, ακολούθησαν συνθέσεις σε χαλκό αφαιρετικές και συχνά αποσπασματικές, όπως Νίκες και μυθολογικές μορφές, αρχαίοι οπλίτες, ζευγάρια και μητέρες με παιδιά.

Από το 1965 ο Καπράλος στράφηκε και στη χρήση του ξύλου, ιδιαίτερα κορμών ευκαλύπτου, που του έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθέσεις με ισχυρή σχηματοποίηση και έντονη αφαιρετικότητα, υπακούοντας στη φόρμα που υποβάλλει το ίδιο το σχήμα των κορμών. Δημιούργησε έτσι μια σειρά έργων εμπνευσμένων από γεγονότα και μορφές της αρχαιότητας, όπως ο «Οπλίτης», ένα θέμα με το οποίο ασχολείτο από τη δεκαετία του ’50. Αντίθετα όμως με τη δραματική ένταση που χαρακτηρίζει τις παλαιότερες συνθέσεις σε χαλκό, ο «Οπλίτης» σε ξύλο αποκτά μνημειακό χαρακτήρα και μετατρέπεται σε σύμβολο νίκης..

Το έργο «Γυναικείο κεφάλι», φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσσο (Pablo Picasso, 1881-1973), το 1939, αποτελεί δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της Δωρεάς των Γάλλων Καλλιτεχνών, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Milliex μετά τον Πόλεμο. Πρόκειται για πορτραίτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ (Dora Maar, 1907 – 1997), συντρόφου του Πικάσσο κατά την περίοδο 1936-1943, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία του έργου σε φωτογραφία της με λήψεις από το ατελιέ στο Ρουαγιάν (Royan), το 1940, όπου είχαν καταφύγει όταν καταλήφθηκε το Παρίσι από τα γερμανικά στρατεύματα.

Η Ντόρα Μάαρ υπήρξε η φωτογράφος που παρακολούθησε και απαθανάτισε με τον φακό της όλη την διαδικασία δημιουργίας του έργου «Γκερνίκα», 1937 («Guernica»), ενώ, λόγω της ψυχοσύνθεσής της, υπήρξε για τον Πικάσσο ο τύπος της «γυναίκας που κλαίει». Δυόμιση χρόνια μετά την «Γκερνίκα», στο «Γυναικείο κεφάλι» παρατηρείται η ίδια χρωματική αντίληψη, με την οποία εκφράζεται η απαισιοδοξία της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.