Ο Βαυαρός ζωγράφος Λουδοβίκος Θείρσιος ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές του Σχολείου των Τεχνών. Το μοντέλο του εδώ είναι μία σπουδαία γυναίκα, η Κλεονίκη Γενναδίου, μια από τις πρώτες Ελληνίδες ζωγράφους και γλύπτριες. Είναι ντυμένη κομψά και κρατάει στο αριστερό της χέρι ένα βιβλίο, πιθανότατα ποίησης, στοιχείο που υποδηλώνει ότι ήταν μορφωμένη, λογία.

Για πρώτη φορά η μορφή τοποθετείται στο ύπαιθρο: ο βράχος δεξιά, η θάλασσα, ένα νησί στο βάθος, ο γαλανός ουρανός με τα πορτοκαλόχρωμα σύννεφα θυμίζουν Ελλάδα. Η Κλεονίκη Γενναδίου, με τη ρομαντική ομορφιά και το ονειροπόλο βλέμμα, αντιπροσωπεύει τον τρόπο που ένας ξένος ζωγράφος έβλεπε την ιδανική Ελληνίδα καλλονή.

Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος και επινοητικός, με έντονη διάθεση αμφισβήτησης αλλά και έμφυτο χιούμορ. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και το έργο του, με σήμα κατατεθέν τα ανθρωπάκια.

Το ανθρωπάκι εμφανίστηκε στη ζωγραφική του Γαΐτη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Στη συνέχεια τυποποιήθηκε, σχηματοποιήθηκε και έγινε ο πρωταγωνιστής των συνθέσεών του, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά σε πλήθος συνδυασμών. Αργότερα ξέφυγε από τα αυστηρά όρια του ζωγραφικού πίνακα. Επεκτάθηκε στο χώρο, κόσμησε έπιπλα και κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πέρασε στο χώρο της μόδας και πρωταγωνίστησε σε περιβάλλοντα και χάπενινγκς ως ζωντανός, πλέον, άνθρωπος.

Η “Μαζική μεταφορά” εκφράζει την κριτική και συγχρόνως ειρωνική ματιά του καλλιτέχνη στη μαζικοποίηση, τον εγκλωβισμό και την απομόνωση του ανθρώπου των αστικών κέντρων, ενώ ο διπλός τίτλος του έργου – “Μαζική μεταφορά” ή “Γενικές μεταφορές” – δημιουργεί ποικίλους συνειρμούς.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η “Κοιμωμένη” είναι το πιο γνωστό έργο του Χαλεπά στο ευρύ κοινό. Η πρωτότυπη σύνθεση σε μάρμαρο έγινε για τον τάφο της δεκαοχτάχρονης Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική. Ο Χαλεπάς όμως αποφεύγει την απόλυτη ακαμψία με το λυγισμένο πόδι και την ελαφρά στροφή του κεφαλιού. Η πλαστική απόδοση της σάρκας αλλά και της διαφορετικής υφής των υφασμάτων και του σεντονιού χαρίζουν ιδιαίτερη ζωντάνια στο έργο. Το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας έχει μια έκφραση ηρεμίας. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα, μοιάζει παραδομένη σε ένα γαλήνιο ύπνο. Η στάση της αποδίδεται με απόλυτη φυσικότητα, ενώ οι πτυχώσεις των υφασμάτων είναι δουλεμένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στον κόσμο των νεκρών είναι ο σταυρός που κρατάει στο στήθος. Το στοιχείο αυτό συνδέει τη σύνθεση με την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και με τις αντιλήψεις των κλασικιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια. Οι κλασικιστές θεωρούσαν το θάνατο έναν αιώνιο ύπνο χωρίς όνειρα.

Το εκμαγείο της σύνθεσης έγινε το 1980 από συνεργείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο και στο δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη. Ήταν μια προσπάθεια να διασωθούν από τη φθορά, λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο ύπαιθρο, ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Ο Λάμπρος Γατής σπούδασε στη Σχολή Βακαλό και εργάστηκε κοντά στη χαράκτρια Βάσω Κατράκη, η γλυπτική όμως αποτέλεσε το κύριο εκφραστικό του μέσο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα μετασχηματισμού και επέκτασης της φόρμας στο χώρο μέσω της κίνησης, δημιουργώντας μεταλλικές κατασκευές συναρμολογημένες από διάφορα άχρηστα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανών. Οι κατασκευές αυτές, κρεμαστές ή στο έδαφος, φτιαγμένες με φαντασία και επινοητικότητα, μοιάζουν με ρομπότ, φανταστικά όντα ή παράδοξα όπλα και επιβάλλονται στο χώρο μέσω της μηχανικής κίνησης και του φωτισμού.

Το «SBBR G» είναι μια κρεμαστή ηλεκτροκινούμενη κατασκευή που τα μέλη της στρέφονται σε διάφορες κατευθύνσεις, εκπέμπει μικρές δέσμες φωτός και συγχρόνως παράγει ένα παράδοξο ήχο, που θα μπορούσε να είναι ο ήχος ενός άγνωστου όπλου.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική, ο Κώστας Κουλεντιανός άρχισε από νωρίς να αμφισβητεί τα ακαδημαϊκά διδάγματα. Εγκατεστημένος από το 1945 στο Παρίσι, το 1947 γνωρίστηκε με τον Henri Laurens. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική, καθώς υιοθέτησε την αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής επηρεασμένος από έργο του γάλλου καλλιτέχνη, η οποία, το 1959, τον οδήγησε στην αφαίρεση. Καταργώντας το παραδοσιακό βάθρο, δούλευε απευθείας την ύλη χωρίς προσχέδια ή προπλάσματα, ανακαλύπτοντας και ο ίδιος τα έργα του στη διάρκεια της δημιουργικής αυτής διαδικασίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συνθέσεις του αποκτούν γεωμετρική δομή και συνδυάζουν τη δυναμική εισβολή στο χώρο με κοίλες ή επίπεδες επιφάνειες, αποτέλεσμα ενός συνεχούς προβληματισμού σε σχέση με το χώρο, το φως και τον όγκο. Χαρακτηριστικός αυτής της αντίληψης είναι ο “Κεραυνός”, που εξέθεσε το 1964 στη Μπιενάλε της Βενετίας και την ίδια χρονιά αγοράστηκε για τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης.