Ο Κώστας Δημητριάδης υπήρξε ο πιο συνεπής εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Υιοθέτησε το ύφος του, αλλά και μια κοινή θεματική αφετηρία, ιδιαίτερα στις ελεύθερες συνθέσεις του. Στην επίδραση του Ροντέν εξάλλου οφείλεται και αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η καινοτομία του στη νεοελληνική γλυπτική: η καθιέρωση της αποσπασματικής μορφής ως αυτόνομου και ολοκληρωμένου έργου.

Ανάμεσα στις ελεύθερες συνθέσεις του εξέχουσα θέση κατέχουν οι γυμνές γυναικείες μορφές, ολόσωμες ή αποσπασματικές. Η «Γυμνή γυναίκα» (ή «Χορεύτρια») είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο, αξιοποιώντας το πρότυπο της «Γυναίκας-Κενταύρου» (π. 1887) του Ροντέν, με τη γεμάτη ένταση συστροφή του κορμού και το απελπισμένο άπλωμα των χεριών μπροστά, αποδίδει τη στιγμιαία χορευτική κίνηση. Ο κορμός αυτού του γλυπτού αποτέλεσε στη συνέχεια αυτόνομο έργο, το οποίο ο Δημητριάδης δούλεψε σε διάφορα μεγέθη. Η παραλλαγή που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης παρουσιάστηκε το 1936 στη Μπιενάλε της Βενετίας και είναι το πρώτο γλυπτό που περιήλθε στο μουσείο, με δωρεά του Αντώνη Μπενάκη το 1933.

Ο “Βοσκός με κατσικάκι” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του Γεωργίου Φυτάλη από την περίοδο της φοίτησής του στο Σχολείον των Τεχνών. Η σύνθεση είχε δοθεί ως θέμα στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό το 1856, στον οποίο έλαβαν μέρος και οι δύο αδελφοί, Γεώργιος και Λάζαρος. Τα έργα τους ισοψήφησαν και μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο, στο μάρμαρο όμως μεταφέρθηκε μόνο το έργο του Γεωργίου.

Ο «Βοσκός με κατσικάκι» συνδυάζει τύπους της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με την κλασικιστική εξιδανίκευση, την επιμελημένη επεξεργασία των μερών και τις ρεαλιστικές εκφάνσεις μιας – εκ πρώτης όψεως – ηθογραφικής σύνθεσης, η οποία λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί αναφορά στην παραβολή του καλού ποιμένα.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.

Ο Ιωάννης Βαπτιστής Καλοσγούρος είναι ένας από τους επτανήσιους γλύπτες που αναβίωσαν την τέχνη της γλυπτικής στα Ιόνια, δημιουργώντας τα πρώτα έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Η προτομή του Φρέντερικ Νορθ, κόμη του Γκίλφορντ (1766-1827), που το 1824 ίδρυσε στην Κέρκυρα την Ιόνιο Ακαδημία και με την οικονομική του συνδρομή αρκετοί μετέπειτα επιφανείς Έλληνες σπούδασαν στο εξωτερικό, είναι σχεδόν πιστό αντίγραφο εκείνης που είχε φιλοτεχνήσει ο Παύλος Προσαλέντης το 1827. Ο άγγλος φιλέλληνας, φορώντας την αρχαΐζουσα στολή του Άρχοντα της Ιονίου Ακαδημίας, παριστάνεται σε ώριμη ηλικία, με ρυτιδωμένα μάγουλα, νευρώδη, αλλά κάπως χαλαρό λαιμό και βλέμμα απλανές, κατά το κλασικιστικό πρότυπο, ενώ μια κουκουβάγια στο κέντρο της ταινίας που πλαισιώνει το κεφάλι συμβολίζει την παιδεία. Η επιβλητική απόδοση της μορφής, που αποπνέει αυτοπεποίθηση, τονίζει τη δυναμική προσωπικότητα του κόμη.

Έλληνας της διασποράς, ο Φιλόλαος εγκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο στο Παρίσι. Η αποδέσμευσή του από το ακαδημαϊκό πνεύμα της Σχολής Καλών Τεχνών εκδηλώθηκε από τα πρώιμα έργα του, παρόλο που παραμένουν στο πλαίσιο της αναπαράστασης, και εδραιώθηκε πολύ σύντομα, οδηγώντας τον στην αφαίρεση. Έτσι, δημιούργησε συνθέσεις βασισμένες σε γεωμετρικές φόρμες ή εκφράστηκε μέσω αφαιρετικών σχημάτων, στα οποία τα παραστατικά στοιχεία περιορίζονται σε μια εντελώς σχηματοποιημένη απόδοση. Ένα τυχαίο γεγονός στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν προσπαθούσε να δώσει μορφή σε ένα έργο από σίδερο, του αποκάλυψε μια φυσική τάση της ύλης για φυγόκεντρη απόκλιση, οδηγώντας τον στην αξιοποίηση και το συνδυασμό του διαγώνιου με τον κατακόρυφο άξονα. Έτσι, χρησιμοποιώντας κυρίως, ανοξείδωτο χάλυβα και beton lave (πλυμένο σκυρόδεμα) φιλοτεχνεί συνθέσεις όπως η «Πρώρα», που ισορροπούν σε κατακόρυφα και κεκλιμένα επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν την εντύπωση της εν δυνάμει περιστροφικής κίνησης.