Χρησιμοποιούμε cookies ώστε η τοποθεσία μας να λειτουργεί σωστά, να εξατομικεύουμε περιεχόμενο και διαφημίσεις, να παρέχουμε λειτουργίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να αναλύουμε την κυκλοφορία μας. Επίσης, κοινοποιούμε πληροφορίες σχετικά με την από μέρους σας χρήση της τοποθεσίας μας στους συνεργάτες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διαφημίσεων και ανάλυσης. Διαβάστε την Πολιτική Cookies.
Jordaens Jacob (1593 - 1678)
Γιόρντανς Γιάκομπ
Η προσκύνηση των ποιμένων, π. 1615 - 1616
Λάδι σε μουσαμά, 151 x 168 εκ.
Κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου
Μετά τον 16ο αιώνα, το θέμα της προσκύνησης των ποιμένων γίνεται πολύ αγαπητό στις Κάτω Χώρες, ενώ κατά τον 17ο, κυρίως με τον Ρούμπενς, εμπλουτίζεται και με την παρουσία γυναικείων μορφών. Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά (2, 15-21): [Οι βοσκοί] «τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το Βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί». Στο έργο του Γιόρντανς απεικονίζεται η στιγμή που βοσκοί, βοσκόπουλα και βοσκοπούλες προσκυνούν το Βρέφος, το οποίο όμως δεν βρίσκεται στην κούνια του αλλά κοιμάται στην αγκαλιά της μητέρας του. Η σύνθεση επικεντρώνεται στην ανθρώπινη σχέση της μάνας με το παιδί. Η Παναγία καλυμμένη με μπλε μανδύα κρατάει απαλά το μωρό της, το οποίο ήρεμο και σίγουρο κοιμάται στον ώμο της. Με το κεφάλι της γερμένο πλάγια, σε στάση «Παναγίας γλυκοφιλούσας» ακουμπά στο μέτωπό του. Και οι δύο μοιάζουν να είναι αποκομμένοι από όσα συμβαίνον γύρω τους. Πίσω της στέκεται ο Ιωσήφ, ενώ ο γάιδαρος στο πλάι του, δηλώνει και τη συμμετοχή των ζώων. Αριστερά τους μια ομάδα από βοσκούς, βοσκόπουλα και βοσκοπούλες κοιτάζουν κατανυκτικά το Θείο Βρέφος. Ένας βοσκός μάλιστα στο πρώτο επίπεδο του προσφέρει ένα μπολ με γάλα, ενώ μια γυναίκα στο βάθος φέρνει ένα πετεινό σ’ ένα πανέρι. Η σκηνή λαμβάνει χώρα τη νύχτα και φωτίζεται από ένα κερί που κρατάει το βοσκόπουλο στα αριστερά. Το φως του απλώνεται διάχυτο πάνω στα δύο κεντρικά πρόσωπα δημιουργώντας απαλές φωτοσκιάσεις που δίνουν ένα αίσθημα γαλήνης στο κεντρικό θέμα. Αντίθετα στα πρόσωπα των βοσκών οι αντιθέσεις φωτός σκιάς είναι έντονες επιτείνοντας τη αίσθηση του μυστηρίου της στιγμής.
Οι ομοιότητες του έργου με αυτό του Metropolitan της Νέας Υόρκης (“The Holy Family with Shepherds”) του 1616 οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει και αυτό να φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1615-16. Η σύνθεση, εξάλλου ακολουθεί τύπους της ιταλικής τέχνης, η οποία έγινε γνωστή στην Αμβέρσα κυρίως με την επιστροφή του Rubens από την Ιταλία, και τους οποίους ακολούθησε ο Γιόρντανς στις αρχές της καριέρας του.