Εκδηλώνοντας από μικρή ηλικία κλίση στη ζωγραφική, ήρθε το 1921 στην Αθήνα, όπου ως το 1926 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη αρχικά και τον Νικόλαο Λύτρα στη συνέχεια. Το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και με τα χρήματα αυτά έκανε το πρώτο μεγάλο εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Ευρώπη, ενώ από το 1936 ως το 1939 ολοκλήρωσε την αγιογράφηση του ναού.

Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1926, παρουσίασε το 1929 την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Στρατηγοπούλου. Ιδρυτικό μέλος των ομάδων “Τέχνη” και “Στάθμη”, συμμετείχε σε εκθέσεις τους, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του “Φώτα και Σκιές” εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA. To 1975 και το 1983 το έργο του παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.

Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου. Από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας τα σκηνικά για πολλά θεατρικά έργα σε ελεύθερες και κρατικές σκηνές, καθώς και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες. Τα χρόνια της Κατοχής, στρεφόμενος στη χαρακτική, κυκλοφόρησε κρυφά ξυλογραφίες, εικονογραφημένα χειρόγραφα και χειρόγραφες εκδόσεις. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης εικονογραφήσεις βιβλίων, παράλληλα με τη δημοσίευση κειμένων και γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1933, σε συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη, εξέδωσε τα “Παιδικά σχέδια”.

Βασικό στέλεχος της “Γενιάς του ’30”, ο Σπύρος Βασιλείου διαποτίστηκε από το ιδανικό της ελληνικότητας. Με λάδια, τέμπερες και ακουαρέλες απεικόνισε το φυσικό και τον αστικό χώρο, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής, συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία της παράδοσης με τύπους του κονστρουκτιβισμού, του υπερρεαλισμού, της ποπ αρτ και του φωτογραφικού ρεαλισμού, δημιουργώντας συνθέσεις λυρικές και, συχνά, ονειρικές.

Μοιραστείτε: